Μπροστά στο τζάκι

Ήταν Κυριακή απόγευμα όταν με κάλεσε ένας εν δυνάμει φίλος να πάω στο σπίτι του. Με δελέασε με την ιδέα του τζακιού και της φλοκάτης όπου μπορείς να απλώσεις το κορμί σου και να αφήσεις να σου ζεστάνει η φωτιά και κοκαλάκι και κωλαράκι. Δε το πολυσκέφτηκα. Ντύθηκα πρόχειρα, έβαλα και το κραγιόν μου, φόρεσα ένα κασκόλ κι ένα μπουφάν και βγήκα. Πέρασα από ένα ζαχαροπλαστείο, αγόρασα ενα κιλό μελομακάρονα, μέρες που είναι και έφτασα περιχαρής. Είχα να τον δω καιρό, με παρακαλούσε και καιρό να τον επισκεφτώ κι έτσι πήγα.

Το τζάκι ήταν ήδη αναμμένο, τα ξύλα τσιτσίριζαν, είχε πετάξει μέσα και κάτι μπριζολίδια και είχε στρώσει τραπέζι για ένα χαλαρό βραδάκι με την Coula για παρέα και λίγο καλό κρασί στα ποτήρια. Η αλήθεια είναι πως γενικώς κρυώνω αρκετά, αλλά όταν είσαι τετ α τετ με τόση φωτιά, δε μπορείς παρά να βγάλεις σιγά σιγά ό,τι φοράς. Έτσι κι έγινε. Βγήκε το μπουφάν, βγήκε το κασκόλ, βγήκε το πουλόβερ κι έμεινε αισίως ένα πιο ψιλό μπλουζάκι. Από κάτω δε πειράξαμε τίποτα για να μην έχουμε και τίποτα παρατράγουδα, γιατί είπαμε, είμαστε φίλοι με τον Νίκο, αλλά ποτέ δε ξέρεις τι μπορεί να συμβεί μπροστά σε ένα τζάκι ακόμη και μεταξύ φίλων.

Και ήρθε η ώρα που η έλλειψη νικοτίνης μου χτυπούσε δυνατά και δυναμικά τον εγκέφαλο. Το να καπνίσω στο σπίτι του Νίκου είναι σα να σας λέω πως θα καπνίσω μέσα σε μια εκκλησία. Ο Νίκος είναι φανατικός αντικαπνιστής κι εγώ ασυνεπής στην απόφασή μου να κόψω το τσιγάρο. Έτσι, φόρεσα πρόχειρα το μπουφάν μου και βγήκα στο μπαλκόνι. Πέμπτος όροφος, το κρύο ξύριζε και όση ζέστη είχε διοχευτευτεί στο κορμί μου, από το τζάκι, τώρα εξανεμιζόταν λυπημένη που με εγκατέλειπε.

Ξαναμπήκα μέσα, μετά από λίγο ξαναβγήκα και ξαναμπήκα και τέλος ξαναβγήκα και ξαναμπήκα. Αυτό το πηγαινέλα, σαν τις πουτάνες στη Συγγρού, ήταν αρκετό για να μου κάνει τη ζημιά. Καληνυχτίζω λοιπόν τον Νίκο και οδεύω προς το σπίτι έχοντας χορτάσει ζέστη και παρέα. Φτάνω στο σπίτι βάζω πυτζάμες και ξαπλώνω. Κάπου εκεί αποκοιμήθηκα με την αίσθηση πως λατρεύω τα τζάκια και πρέπει κάποτε να βάλω και στο σπίτι μου για να μην έχω ανάγκη κανέναν.

Δευτέρα πρωί άρχισαν τα όργανα. Η μύτη μου σα να γαργαλιόταν, ο λαιμός μου σα να γρατζουνιζόταν και το κεφάλι μου σαν να σφυροκοπιόταν. Δεν έδωσα βάση. Έφαγα ένα καλό πρωινό και βγήκα έξω. Όχι για πολύ! Ως τη στάση άντεξα να φτάσω. Κάπου εκεί τα μάτια μου άρχισαν να δακρύζουν, η μύτη μου έχυνε προκλητικά και ο λαιμός μου δεν ανταποκρινόταν σε τίποτα πόσιμο. Επιστροφή στο σπίτι, πυτζάμες και χώσιμο στο κρεβάτι.

Τι μέρα είναι σήμερα; Ούτε και ξέρω, ούτε και με νοιάζει. Εγώ από το κρεβάτι μου δε σηκώνομαι. Ούτε να φάω θέλω, ούτε να πιω. Κοιμήθηκα και κοιμάμαι πολλές ώρες, και ευτυχώς δεν έχω κάνει ακόμη πυρετό. Με χαρτομάντηλα αγκαλιά και με το θερμόμετρο παραμάσχαλα, ελπίζω αυτή η γρίπη να έχει περάσει ως την Παρασκευή γιατί το ΣΚ που έρχεται θα είναι ένα από τα πιο σούπερ της ζωής μου ως Coulas.

Μόνο ο Ζαν ανησύχησε για μένα που δε με είδε τη Δευτέρα στο gym. Με συγκίνησε το ενδιαφέρον του. Να θυμηθώ να του δώσω ένα φιλί όταν τον ξαναδώ.

Αν μπορεί κάποιος από σας να μου φέρει κάτι σουπώδες να φάω, δε θα έλεγα όχι.

Ελπίζω να μη πεθάνω εδω δα μόνη μου Χριστουγεννιάτικα. Ούτε ο Αι Βασίλης δε θα βρει το πτώμα μου, αφού δεν έχω τζάκι.


6 Δεκεμβρίου 2011