Κάτι σουπώδες

Σήμερα το πρωί μου έσπασαν τα νεύρα, πάλι. Ρε παιδί μου δεν είμαι νευρόσπαστο. Γενικώς συγκρατούμαι και δεν τα παίρνω εύκολα στη κράνα. Είμαι καλό παιδί λένε, όταν μπαίνει μέσα μου το πνεύμα της καλοσύνης, αλλά είναι φορές που διαολίζομαι με αυτά που (μου) συμβαίνουν και δε μπορώ να συγκρατηθώ. Είμαι άνθρωπος κι εγώ.

Είμαι άρρωστη από τη Δευτέρα. Σέρνομαι μέσα στο σπίτι. Όχι σε όλο. Δυο δωμάτια χρησιμοποιώ, την κρεβατοκάμαρα και το μπάνιο. Ύπνος, κατούρημα, ύπνος, κατούρημα. Έχω πάρει και το λάπτοπ στο κρεβάτι και διαβάζω ανελέητα όλα τα blogs που παρακολουθώ. Αφήνω και σχόλια, θα το έχετε αντιληφθεί φαντάζομαι.

Κατέβασα και κάτι λογοτεχνικά που είχα παρατήσει και μεταξύ ύπνου και ξύπνιου τα διαβάζω κι αυτά. Και φυσικά απολαμβάνω τις σκέψεις μου. Ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου, αναλύω τα όσα συνέβησαν το τελευταίο καιρό στη ζωή μου και προσπαθώ να τα βάλω σε μια τάξη, αλλά κάπου εκεί που χαμογελάω ή που θυμώνω, ο υπνος μου χαλαρώνει το κορμί και μου κλέβει τη σκέψη.

Περνάω ωραίες μέρες, μα χάλια νύχτες. Γιατί όταν είσαι ξύπνιος και με μπουκωμένη μύτη, οκ παίρνεις ενα χαρτομάντηλο, φυσάς, ξαναφυσάς, σε πιάνει ζαλαούρα και ηρεμείς μετά. Όταν όμως κοιμάσαι, εκεί δεν καταλαβαίνεις το μπούκωμα που φτάνει ως τα μέσα σου. Μόνο όταν σου κόβεται η ανάσα ξυπνάς, λίγο πριν πεθάνεις δηλαδή.

Η Αμερικανική βοήθεια κατέφτασε. Λέγεται μαμαCoula και με φροντίζει με αγάπη. Σήμερα μου μαγείρεψε κάτι σουπώδες όπως ακριβώς της ζήτησα. Μύριζε το βραστό από τη κουζίνα κι επειδή 3 μέρες τώρα φυτοζωώ, είπα πως ότι και να μαγείρευε, θα το έτρωγα, αρκεί να ήταν ζεστό. Ούτε καν ρώτησα τι μαγειρεύει. Την εμπιστεύομαι. Ξέρει από φροντίδα και αυτή και όλες οι μαμάδες του κόσμου.

Σκεφτόμουν ζουμερές κοτόσουπες, ή έστω ψαρόσουπες, χωρίς το ψάρι που δεν το συμπαθώ. Ονειρευόμουν βραστά καροτάκια και παπατούλες να λιώνουν ζεσταίνοντας τον λάρυγγα. Οραματιζόμουν φρέσκο ψωμάκι να παπαριάζει στη σουπίτσα και να γλιστρά στον οισοφάγο. Ναι, τέτοια όνειρα κάνω όταν είμαι άρρωστη και πεινασμένη.

Όμως όχι, όχι! Κάποιος μαλάκας με έχει μουτζώσει και το γαμοσύμπαν μου δε λέει να ισιώσει με τίποτα. Γιατί πάει η ώρα 1, και καταφτάνει η μαμά μου με έναν δίσκο γεμάτο καλούδια, έτσι όπως φαίνεται από μακριά. Όταν όμως πλησιάζει κοντά μου, διαπιστώνω πως άλλη μια μέρα θα μείνω νηστική.

Η χαρά του Ζαν ήταν αυτή η αρρώστια μου. Η ζυγαριά δείχνει μείον 2 κιλά, μόνο μέσα σε 3μέρες. Αλλά είναι αδύνατον να συνεχιστεί έτσι η ζωή μου. Και η άλλη η τρελή η μάνα, πήγε και μαγείρεψε, αν έχει το θεό της, ρεβύθια! Μα ρεβύθια; Ρεβύθια ρε φίλε; ΡΕΒΥΘΙΑ;;;;;;;;;;;; Ε ΟΧΙ ΡΕ ΜΑΜΑ ΕΛΕΟΣ. ΟΧΙ ΡΕΒΥΘΙΑ.

Δεν έχω φάει ποτέ στη ζωή μου ρεβύθια. Που πήγε και τα βρήκε ρε παιδιά; Είχα εγώ στο σπίτι ρεβύθια και δε το ήξερα; Δεν είχες, απάντησε στην ερώτηση, αλλά σου έφερα εγώ. Μα ρε μάνα δε τρώω τα ρεβύθια και με πονάει η κοιλιά μου από τη πείνα και γενικά νιώθω πως θα πεθάνω από ασιτία. Δε μου αρέσουν τα ρεβύθια. Βρωμάνε και δε τα τρώω με τίποτα. Κι εσύ πήγες και έφτιαξες ρεβύθια; Ας έφτιαχνες φακές! Θα τις έτρωγα. Φασολάδα. Θα την έτρωγα. Σουπίτσα που ζήτησα, θα την έτρωγα. Μαλλιά αγγέλου, θα τα έτρωγα. Ρυζάκι, θα το έτρωγα. ΜΑ ΡΕΒΥΘΙΑ;;;;

Κάνω να σηκωθώ και να ντυθώ να βγω έξω! Ναι ρε θα φάω πιτόγυρο, θα παραγγείλω πίτσα, θα σηκώσω τον φούρνο, αλλά ρε μαμά ρεβύθια δε τρώω. Στεναχωρήθηκε η μάμη. Κάτσε μου λέει να πάω να ψωνίσω. Τι θες να σου πάρω; Πάρε μου πορτοκάλια και αυτή τη σούπα τη Κνορ και λίγο μέλι και φρέσκο ψωμί και μάζεψε τα πράγματά σου να φύγεις. Μας υποχρέωσες!

Δεν είμαι κακός άνθρωπος. Είμαι πονεμένος. Και νηστικός. Αλλά ρε μάνα, με ξέρεις πια τόσα χρόνια, είναι δυνατόν να μη θυμάσαι τι τρώω και τι όχι; Δεν τη μπορώ ώρες ώρες. Να, ακούω τη πόρτα. Ήρθε! Κάτσε να της πω να στίψει μερικά πορτοκάλια γιατί είναι ικανή να μου φέρει κανένα τσίπουρο να πιω.

Θέλω να γίνω καλά, να βγω έξω. Πιάστηκε ο κώλος μου! Και μισώ τα ρεβύθια. Όλο το σπίτι βρωμάει ρεβύθια....ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΩ ΑΛΛΟ.

7 Δεκεμβρίου 2011