Ο γδούπος

Η λέξη γδούπος μπορεί άμα λάχει να πάρει πολλές σημασίες. Αν την αναλύσουμε ολίγον τι κομματάκι παραπανίσια (καμία φιλολογική συνέπεια ωστόσο) θα δούμε πως πέραν της σημασιολογικο-εννοιολογικής ανάλυσης, θα βρούμε φάτσα φόρα τη φαντασία μας να την τιμάει δεόντως και να την κάνει κομματάκια, ωσάν τον δολοφόνο με το τσεκούρι που τεμαχίζει τα θύματά του. (Ή μήπως σαν τον δολοφόνο με το κατσαβίδι; Πάντα πρέπει να υπάρχει ένα κατσαβίδι στη τσάντα μας, αγαπητές γυναίκες αναγνώστριες. Ποτε δε ξέρεις, πότε θα σέβρει (μια λέξη) το κακό.)

Όταν ακούς έναν γδούπο, τίποτα δεν είναι εντάξει. Ειδικά μέσα στο μυαλό σου και ακόμη ειδικότερα  όταν τον ακούς μαύρη νύχτα, μόνος/-η σε μια ερημική πλέον πόλη, λίγο πριν φύγεις κι εσύ από αυτήν για να την αφήσεις ακόμη πιο έρμη...(την πόλη). Κι έχεις γυρίσει, ώρα δύο, στο σπίτι σου, κομματάκι ζαλισμένος/-η από κάτι ελληνικές παρακαλώ μπίρες, και κομματάκι ενθουσιασμένος/-η από ωραίους, γεμάτους, δημιουργικούς, γλυκούς και συνάμα τρελούς ανθρώπους, που μόλις εκείνο το βράδυ γνώρισες.

Διότι μπαίνεις στο σπίτι αεράτος/-η. Καλά, χέστο το β ενικό και πάμε να σας πω τι έπαθα, αφήνοντας τη μαλακοαμπελοφιλοσοφία στην άκρη. Μπαίνω που λέτε, αεράτη στο σπίτι. Δε με πτοεί τίποτα. Έχω κάνει κεφάλι μπιρένιο, έχω συζητήσει πολύ, έχω γελάσει πάρα πολύ και νυστάζω. Τι με νοιάζει που όλη η πολυκατοικία μου, λείπει για διακοπές; Τι με μέλλει που είναι περασμένη ώρα και που η ησυχία έχει απλώσει τα πέπλα της αγριεμένη πάνω από την άδεια Αθήνα; Τι με ενδιαφέρει που ακούγεται από κάπου μακριά ένας συναγερμός να χτυπάει; Εγώ νυστάζω κι έχω πιει λιγάκι. Κι εγώ...αν νυστάζω κι έχω πιει λιγάκι, πέφτω ξερή και δε με ξυπνάει ούτε σεισμός, ούτε καταποντισμός, ούτε ο Άγιος Πέτρος για να μου θυμίσει πως έφτασα στον Παράδεισο. (Έχει κανείς διαφορετική άποψη για τον προορισμό της ψυχής μου και για την καλοσύνη μου; Είπα μήπως......)

Κι εκεί που απλώνω το κορμί μου στο κρεβάτι, και ο καινούριος μου ανεμιστήρας, ανεμίζει τα μαλλιά μου και τα μυαλά μου, κι εκεί που ο Μορφέας έρχεται σιωπηλά να διεισδύσει στο είναι μου και εκεί που η μπίρα επέτυχε τον σκοπό για τον οποίο έχει προοριστεί, και εκεί που τα βλέφαρά μου χαμηλώνουν και χαμηλώνουν και χαμηλώνουν.....................ΞΑΦΝΙΚΑ ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ ΕΝΑΣ ΓΔΟΥΠΟΣ. γκκκντουππππππππππππππ

Για δες πόση δύναμη έχει το μυαλό...Κάποιος σκαρφάλωσε στο μπαλκόνι μου, στον τέταρτο όροφο, ελίσσοντας το κορμί του στον ψηλό κορμό του δέντρου ακριβώς απ' έξω. Ακριβώς τη στιγμή που περνούσε το πόδι του στο κάγκελο, με έναν γδούπο, πέφτει, σκάει στο πεζοδρόμιο, γεμίζει παντού αίματα, ελπίζω να έχει εξομολογηθεί πριν την πράξη που έκανε, αφήνει το μάταιο τούτο κόσμο και πάει αλλού....αλλού.....

Όχι, όχι. Δεν έγιναν έτσι τα πράγματα. Ο γδούπος ακούστηκε από την πίσω πλευρά του σπιτιού. Κάποιο περιστέρι χτύπησε στη τέντα με μανία και σωριάστηκε στο πίσω μπαλκόνι. Ωχου, το πρωί θα πρέπει να μαζέψω το πτώμα του και τα φτερά του...(αυτά μπορεί να τα κρατήσω....ο κανόνας λέει πως μια γυναίκα πρέπει πάντα να έχει ένα νυχτικάκι με φτερό. Νυχτικάκι έχω, φτερό όχι. Θα τα κρατήσω. Είναι μια κάποια λύση, αν τα ράψω στο σατέν νυχτικό μου.)

Όχι, όχι. Καμία σχέση. Ο γδούπος ακούστηκε από τον κάτω όροφο. Το ζευγάρι που μένει εκεί, δεν έχει φύγει ακόμη για διακοπές. Χτες τη νύχτα τους άκουγα που σεξασιάζονταν. Όσο και να της βούλωνε το στόμα ο ανήρ, η γυνή ούρλιαζε...και μετά ούρλιαζε πνιχτά (δε ξερω πως γίνεται αυτό το πνιχτό ουρλιαχτό): Αχ μάνα μου, τι μου κάνεις μάνα μου. Αυτή την ατάκα μόνο από άντρες την εχω ακούσει. Μια γυναίκα να ζητά στο σεξ τη μάνα της και να αναρωτιέται τι της κάνει η μάνα της και λοιπά άρρωστα, είναι λίγο τράτζικ. Στη συνέχεια βέβαια έλεγε τα κλασικά: Ναι ναι ναι, έτσι ετσι ετσι, εκει εκει εκεί, αυτό είναι. Μείνε. Και όλα καλά όλα ανθηρά. 

Μπήκε λοιπόν ο δολοφόνος, ξέκανε το ζευγάρι, του άνοιξε το χρηματοκιβώτιο και βούτηξε όλα τα χρήματα αλλά και τα κοσμήματα που υπήρχαν εκεί. Και μάλιστα έκλεψε κι ένα παριζάκι από το ψυγείο για να φάει κάτι ο χριστιανός, και ήπιε κι ένα τσαγάκι παγωμένο με λίγες θερμίδες. Όταν όμως πήγε να φύγει, σαβουριάστηκε στη σκάλα, έκανε μερικές κωλιές....δηλαδή κατέβαινε τα σκαλιά με τον κώλο, μετά αναποδογύρισε, τον πήρε η κατηφόρα και απεβίωσε με συνοπτικές διαδικασίες. Το συνεργείο καθαρισμού της πολυκατοικίας θα είχε δουλειά το επόμενο πρωί.

Τελικά, ο γδουπος ακούστηκε μέσα από το κεφάλι μου, τη στιγμή που πετάχτηκα πάνω για να ανακαλύψω τι συμβαίνει. Πολλά ιστορικά βιβλία ήταν σκορπισμένα στο κρεβάτι μου. Κι ένα μυθιστόρημα με τίτλο η Δέκατη Φωτογραφία. Ήμαρτον Θεέ μου. Πότε τα κατέβασα από τα ράφια τους; Πότε τα διάβασα; Ξέρω τι λένε όλα. Τα έχω ξαναδιαβάσει. Ύστερα άλλος ένας γδούπος ακούστηκε κι εκεί που πετάχτηκα πάνω διαπιστώνοντας πως έχω ακούσει περισσότερους από έναν γδούπους, βλέπω σκορπισμένα τα κοσμήματα της από κάτω, πάνω στο κρεβάτι μου. Κι ένα εισιτήριο για Κύπρο (εκεί άραγε δε μιλάνε οι άνθρωποι; ειναι μουγκαφον; ) και ένα καρτ ποστάλ από την  Ακρόπολη. Και την Γιαγιά Αντιγόνη να με κοιτάει όρθια με τα χέρια στη μέση με ύφος περίεργο και ανακριτικό και να σιγοτραγουδάει: Που ήσουν Coύλα ψες το βράδυ; Κι ύστερα καπνός η Γιαγιά, σαν νεράιδα, σαν αερικό.

Στον τελευταίο γδούπο, ξύπνησα κι είχε ξημερώσει. Ουφ! Κι ήταν όλα εντάξει. Ουφ! Κι εγώ έτοιμη να ξαναφύγω για διακοπές. Μαζεύω δυο ρούχα κι ένα μαγιό, βάζω συναγερμό, κλείνω τη πόρτα και γεια σας. 

Τα φιλιά μου σε όλους. Να περνάτε όμορφα.

8 Αυγούστου 2012