Το χρονικό μιας βάφτισης

Σάββατο όλη μέρα έγινε της Coύλας το κάγκελο από περιποίηση και λοιπές προετοιμασίες για τα βαφτίσια που πραγματοποιήθηκαν την επόμενη μέρα.

Κυριακή πρωί ξυπνάω με λίγο περίεργα συναισθήματα. Δεν ήταν άγχος μωρέ, απλά προσπαθούσα να θυμηθώ τι γίνεται σε μια βάφτιση από την αρχή μέχρι το τέλος. Διαπίστωσα πως σε καμία βάφτιση δε παρακολουθούσα το μυστήριο, αλλά κουτσομπόλευα με τις άλλες τις coυλές μου φίλες, τι φόραγε το κάθε σουργελάκι και ποιο γκομενάκι ήταν κουκλί μέσα αλλά και έξω από την εκκλησία. Χριστιανές σου λέει μετά. Πήρα τηλέφωνο τη κουμπάρα να με ενημερώσει σχετικά, μιας και η μαμά της είναι ειδήμων σε αυτά τα θέματα. Άναβε και τα καντήλια που και που στην εκκλησία, αλλά μας έριχνε και κάτι καντήλια όταν κάναμε μαλακίες λίγο πιο μικρές.

(Άσχετο αλλά θέλω να το γράψω: Όταν πηγαίναμε Λύκειο, είχα πάει στο σπίτι της κουμπάρας και καθόμασταν. Εγώ κάπνιζα ήδη ενώ η Ελένη είχε αρχίσει το κάπνισμα εκείνο το καιρό. Ήμαστε στο δωμάτιο της, είχα ένα τσιγάρο εγώ στο χέρι κι ένα αυτή στο δικό της χέρι και ξαφνικά ανοίγει η πόρτα απότομα, πιο απότομα δε γινόταν και μπαίνει μέσα η μάνα της. Για πότε το τσιγάρο της Ελένης βρέθηκε στο άλλο μου χέρι δε το κατάλαβα. Αλλά κατάλαβα πως στη μάνα της φάνηκε πως πρέπει να έχω πολλά προβλήματα μιας και κρατούσα δυο τσιγάρα, αναμμένα και τα δυο. Ευτυχώς που εγώ δεν είχα πρόβλημα να το πω ότι καπνίζω, αλλά ότι θα τα κάπνιζα δυο δυο ήταν λόγος για να πάθει εγκεφαλικό και η δική μου μαμά, κι εγώ η ίδια. Άσχετο τέλος)

Ενημερώνομαι λοιπόν πως θα έχω το μωρό στην αγκαλιά μου σε όλο σχεδόν το μυστήριο, πως θα φτύσω τον διάβολο τρεις φορές, πως θα φυσήξω πάλι τον διάβολο τρείς φορές και πως θα πω το Σύμβολο της Πίστεως δυνατά και καθαρά. Επειτα θα ανέβουμε στο πάνω επίπεδο και θα αλείψω το μπεμπέ με λάδι παντού και όλα καλά. Εύκολα στα λόγια, περίεργα στη πράξη.

Το μεσημέρι είχα ραντεβού στις 2:30 με τη κομμώτρια, 4:00 με τη φίλη μου τη Λένια που θα με έβαφε και 5:00 αρχίζαμε. Έλα όμως που καθυστέρησα στη κομμώτρια; Μου έκανε ωραίο μαλλί τούμπανο, μισό πάνω, μισό κάτω, με κάτι λουλουδάκια πάνω σχηματισμένα από τούφες μου και πάνω μισό κιλό χρυσόσκονη. Καλό ήταν, μη κρίνετε από την περιγραφή μου. Δεν είμαι καλή σε αυτά.

Επιστρέφω σπίτι, φοράω το τέλειο φόρεμα μου, τις τέλειες γόβες μου και την πιο καλή μου διάθεση και κατευθύνομαι 4: 30 στη Λένια. Έχω χάσει λίγο την ώρα από το άγχος και πιάνουμε τη κουβέντα. Πάει παρά 20 και αρχίζει να με βάφει. Ειδοποιώ την αδερφή μου να φορτώσουν τα βαφτιστικά και να πάνε στην εκκλησία μαζί με τον άντρα της και τα γονίδια μου (γονείς). Όλα καλά ως εδώ. Φτάνω στην εκκλησία στις 5 παρά 5, όπου με ψάχνανε για φωτογραφίες. Η κουμπάρα Ελένη, ανησύχησε λίγο, γιατί ξέρει τι τρέλα κουβαλάω και σίγουρα θα σκέφτηκε: Ρε λες να το μετάνιωσε; αλλά μόλις με είδε να πλησιάζω πήγε η καρδιά της στη θέση της.

Βουτάω το μωρό, χαζογελάμε στις κάμερες και στους φωτογράφους, παίρνω και τα πρώτα μου κοπλιμέντα απο τον φωτογράφο: Άργησες αλλά ήρθες και είσαι και μια κούκλα. Ε, καλά τώρα ρε μάστορα! Τόσο ρετούς έπεσε! Έλα να μου τα πεις 7 το πρωί που σηκώνομαι από το κρεβάτι με τη τσίμπλα στο μάτι και να είναι καθημερινή, να μην έχει προηγηθεί όλη η προετοιμασία του Σαββάτου! Αν επιμείνεις πως ειμαι μια κούκλα τότε να το κάνουμε το εξώφυλλο παρέα.

Ξεκινάει το μυστήριο, δηλωνω το όνομα και ως εκεί πάλι όλα καλά. Μαρία Σοφία παρακαλώ, και Μαρισόφη αυτό με το οποίο θα κάνουμε καριέρα. Έκανα και πλακίτσα με τον παπά που τον ξέρω από τότε που γεννήθηκα, κυριολεκτικά! Μόλις με ρώτησε το ονομα της μπεμπέ είπα: Μαρία Σοφία Coula. Γελάσαμε όλοι μαζί και απορώ γιατί εκείνος έγραψε μόνο Μαρία Σοφία. Τεσπα.
Μετά ακούγαμε διάφορες ευχές. Φύσηξα, έφτυσα, είπα το Πιστεύω και μου ήρθε να βάλω τα γέλια γιατί θυμήθηκα το Πιστεύω εις έναν φραπέ που γράψαμε τις προάλλες στα σχόλια, αλλά συνήλθα γρήγορα και συγκεντρώθηκα.

Μετά ανεβήκαμε το επίπεδο φτάσαμε στη κολυμπήθρα, μου γδύσανε το μωρό, μου διαβάσανε την ευχή του λαδιού και μου φορέσανε ποδιά τεράστια παρακαλώ. Τη γλύτωσε το δαντελένιο μου φόρεμα από τα λάδια αλλά έμοιαζα σα να είμαι βοηθός του Evil Chef στην κουζίνα του πιο in εστιατορίου της πόλης. Στη συνέχεια πήρε τη μπεμπέ η γιαγιά της, όχι η μαμά της Ελένης, αλλά η μαμά του κουμπάρου μου. Την κρατούσε λοιπόν η γιαγιά και ο παπάς την λάδωνε διαβάζοντας τις ευχές.

Και ξαφνικά έγινε το couλό της μέρας. Η Μαρισόφη άρχισε να κατουράει. Την τραβάει ο παπάς στην άκρη, να μη μπουν τα κάτουρα στην κολυμπήθρα και η δικιά μου τον έκανε λούτσα. Ήθελα να βάλω τα γέλια, να πάω παραπέρα, να πέσω κάτω και να αρχίσω τα χάχανα, αλλά δε ξέρω ποια δύναμη με κράτησε κι έμεινα ακίνητη εκεί στη θέση μου, με λάδι στις χούφτες μου. Μάλλον το λάδι με κράτησε. Αν κουνιόμουν θα τα έκανα όλα ελαιώνα εκεί μέσα. Ο παπάς έβαλε τα γέλια αλλά και όσοι είδαν το σκηνικό.

Η αλήθεια είναι πως σκεφτόμουν εκείνη τη στιγμή, πως θα καταγράψω αυτό το couλό περιστατικό και ποιος θα με πιστέψει. Αλλά μετά σκέφτηκα πως θα ήταν αδύνατον να μη τύχει και κάτι coυλό. Βαφτίζει η Coula, god dammit. Δε γινόταν να πάνε όλα εν τάξει. Φύσει αδύνατον. Στη συνέχεια η μπεμπέ χώθηκε στο νερό και την άλειψα παντού με λαδάκι χωριάτικο από τον Άγιο Βασίλη (ένα χωριό της Κορινθίας, όχι όχι όχι, δεν ήταν Άλτις). Ήταν πολύ απαλό στην υφή και ελαφρύ στη γεύση. Όχι ότι το δοκίμασα εγώ, αλλά ήταν η ατάκα του παπά αυτή, οπότε τη μεταφέρω. Ναι ναι ναι, καλά καταλάβατε, το δοκίμασε.

Στη συνέχεια η Μαρισόφη άρχισε να κλαίει για πέντε δευτερόλεπτα. Της ψιθύρισα ένα Σ' αγαπάω και την παρέδωσα στη μαμά της, που της βάλανε τα πιο ωραία βαφτιστικά που υπάρχουν στην αγορά. Μετά μου τη φέρανε πάλι ντυμένη και κουκλίτσα ζωγραφιστή. Φορέσαμε το Σταυρό της και πάλι για πέντε δεύτερα έκλαψε. Την κράτησα ρε παιδιά λίγο πιο ξαπλωτή, την κούνησα λίγο και αυτό ήταν, αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά μου. Ήταν ένας άγγελος σας λέω. Έμοιασε σίγουρα στη νονά της αφού κοιμάται τόσο εύκολα και που είναι και τόσο έξυπνη έτσι; Μη ξεχνιόμαστε. Γιατί μπορεί να κοιμόμαστε και όρθιες, όπως μας κατηγόρησαν μερικοί μερικοί ξενύχτηδες, αλλά εμείς και που κοιμόμαστε λύνουμε Κυπριακά παρακαλώ.

Έπειτα ο παπάς έβγαλε λόγο! Εκθείασε τους γονείς της Ελένης της κουμπάρας που τους ξέρει καλά και μετά την ίδια την Ελένη και τέλος είπε: Ευχαριστούμε και τη νονά μας που είναι τόσο σεμνή. Πληροφορηθήκαμε αργοτερα πως το προηγούμενο Σάββατο είχε γίνει μια βάφτιση και η νονά δεν είχε ντυθεί, είχε πάει με ένα ύφασμα βαλμένο προχείρως πάνω στα επίμαχα σημεία της, με αποτέλεσμα να της κάνει παρατήρηση ο παπάς για την εμφάνιση. Ενώ εγώ με το θεϊκό μου δαντελένιο μίντι φόρεμα που έγλυφε το σώμα μου και που το είχε τραβηξει η Μαρισόφη όπως τη κρατούσα και ψιλοφαινόταν βυζί, ήμουν σεμνοτάτη. Χωρίς πλάκα ήμουν σεμνή και δίμετρη πάνω στις γόβες μου. Που να σκάσουν οι στριπτιτζούδες με τα βυζιά και τους κώλους έξω. Παιδί του θεού η Coula. Τέλος.

Επιπλέον ο παπάς εκθείασε τη γιαγιά μου που ήταν γνωστή θαμώνας της εκκλησίας! Ειπε πως η γιαγιαCoula μου, κέρδισε το Παράδεισο από τα πολλά πρόσφορα που πήγαινε στην εκκλησία κάθε Κυριακή. Τη γλυκούλα μου! Συγκινήθηκα! Αυτό να ξέρετε, λέγεται υστεοροφημία. Και η γιαγιά μου τη κέρδισε.

Στη συνέχεια ακολούθησε η γνωστή χαιρετούρα. Και συνέβη κάτι πολύ περίεργο εκεί. Καθόμαστε στη σειρά, κουμπάρα με μωρό στην αγκάλη, κουμπάρος κι εγώ. Ξέρετε τώρα, αν δεν σε ξέρει ο άλλος σου δίνει το χέρι και σου λέει το κλασικό Να σας ζήσει ή το άλλο κλασικό Πάντα άξια. Αν σε ξέρει, σου δίνει και τα φιλιά του. Οπότε μέσα στο κόσμο, σκάει ένας κούκλος.

Δεν το ήξερα το παιδί. Ορκίζομαι πως δεν το είχα ξαναδεί ποτέ. Μόλις με πλησιάζει, με αρπάζει, με αγκαλιάζει και με φιλάει με μανία, χαιδεύοντας με παντού. Νιώθω τα χέρια του στο πωπό μου και πραγματικά ανησυχώ αν αυτό το τραβάει η κάμερα ή όχι. Μένω μαλάκας. Δεν έχω την άνεση του χρόνου να ρωτήσω εκείνη τη στιγμή την Ελένη: Ποιος είναι μαρή αυτός που αντί να με χαιρετίσει με μπαλαμούτιασε; Πρέπει να δω το βίντεο για να το δούμε το θέμα μου! Γιατί ο τύπος δεν ήταν στο τραπέζι μετά. Όσο και να έψαξα να τον εντοπίσω δεν τον βρήκα.

Φύγαμε για το τραπέζι. Εκεί φάγαμε, ήπιαμε, είδα άτομα από το παρελθόν. Μιλήσαμε, γελάσαμε, παίξαμε με τη Μαρισόφη, κουτσομπολέψαμε. Φτάνουν τα μεσάνυχτα. Παρόλο που λέγανε πως θα βρέξει και θα κάνει το κρύο της αρκούδας, δεν έγινε τίποτα. Στις 12 όμως τα μεσάνυχτα άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς. Μέσα ήμαστε και δε μας ένοιαζε. Απλά εγώ έβγαινα για κανένα τσιγάρο έξω και κάπου εκεί την άρπαξα. Κάτι μύξες ακόμη και τώρα που γράφω κρέμονται στη μύτη μου και γεννήθηκαν εκείνη τη βραδιά.

Στο τραπέζι έκανε θραύση το βιβλίο Ευχών που έφτιαξε η Venea με τα χεράκια της. Αυτό θα σας το δείξω σίγουρα σε φώτο γιατι η Venea κάνει απίστευτες τέτοιες κατασκευές. Το δώρο της στη βαφτιστήρα μου ήταν ό,τι καλύτερο! Γράψαμε τις ευχές μας εκεί όλοι και ήρθαμε στα ισα μας!

Μετά τις 12 και αφού έφυγαν σχεδόν όλοι και μείναμε μεταξύ μας, έφυγε και το μπεμπέ βέβαια για ύπνο με τη γιαγιά του, έγινε της Coύλας το κάγκελο επί 2. Ήπια, σε μισή ώρα μόνο, γύρω στις 7 μπύρες. Μας έβγαλε ο dj μικρόφωνο και ανεβήκαμε στη πίστα. Εγώ και η κουμπάρα μου φυσικά. Και αρχίσαμε τα Σ' έχω κάνει θεό και τα Τι θέλεις από μένανεεεεε, εγώ είμαι μια ξένη και να ξεχνάω τους στίχους και να λέω γύρνα στο πατέρα σου που σε περιμένει και να κακαρίζει από κάτω το σύμπαν. Και πιάσαμε όλο το λαϊκό ρεπερτόριο, μόνο τα λουλούδια λείπανε και ο Οικονομοπουλος για να μας κάνει δεύτερη φωνή.

Αυτά τα παρατράγουδα τα τράβηξε η αδερφή μου με βίντεο, αλλά που να σκάσετε δε θα τα δείτε ποτέ. Είναι απαγορευμένα ντοκουμέντα. Καμιά φωτογραφία ίσως σας βάλω από τα βαφτιστικά ή από το φόρεμά μου και τις γόβες μου ή και από το μαλλί υπερπαραγωγή. Αλλά το χάλι της τραγουδιάρας δε θα το δείτε απλά ποτέ.

Αποκαμωμένοι κατά τη μια και μισή επιστρέψαμε στα σπίτια μας. Έχω να δηλώσω πως ήταν μια από τις καλύτερες εμπειρίες της ζωής μου και μια από τις πιο όμορφες βραδιές με τους φίλους μου. Το διασκεδάσαμε ως το τέλος!

Και άξιζε γιατί η Μαρισόφη μας είναι απλά μια θεά σα τη νονά της.

Να μας ζήσει λοιπόν.

Δέχομαι τα πάντα όλα από ευχές. Βαράτε αλύπητα.

12 Οκτωβρίου 2011