Έλα να πάμε στο νησί (ΙΙΙ)

Δε θα σας μιλήσω για το γνωστό τηλεοπτικό λεπρόνησο αλλά για εκείνο που με υπέμεινε λίγες μέρες αλλά και για τα κουλά που συνέβησαν εκεί. Φτάνουμε που λέτε μετά από τον πνιγμό του λατρεμένου ζευγαριού παντόφλας και αμέσως πάμε να τακτοποιηθούμε στα δωμάτια μας. Εγώ ήμουν τυχερή, δεν είχα θέα. Βέεεεβαια, τυχερή σας λέω. Γιατί οι υπόλοιποι που είχαν θέα, πριν φτάσει το μάτι και σκάσει στο ρομαντικό γαλάζιο, έσκαγε πρώτα σε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων που μένανε απέναντι.

Να βλέπεις σου λέω τη γριά να βγάζει το ολόσωμο, να κρέμονται τα κρέατα της πτώσης και να φοράει με καμάρι τη βράκα της και το εμπριμέ φορεματάκι της τίγκα στο λουλούδι, ενώ ο παππούς από πίσω να της πιάνει τον γερασμένο της κώλο. Να χαχανίζουν σα 18χρονα και μετά να πλένουν αγκαλιασμένοι τις μασέλες τους.

Θα αναρωτηθείς εύλογα, και τι έγινε; Να μην διακοπεύσουν και τα γερόντια; Ναι μάνα μου, να διακοπεύσουν, δεν αντιλέγω αλλά να τους έχω απέναντι και να ζω τον έρωτα της τρίτης ηλικίας σα ταινία μικρού μήκους, να μου λείπει. Ευτυχώς σας λέω, δεν είχα θέα. Κοιτούσα τον κήπο πίσω και την μίνι πισίνα, που για να μπεις ήθελες αριθμό πρωτοκόλλου ή καλύτερα πρώτου κώλου! Να την χέσω βέβαια τη πισίνα όταν έχω στα διακόσια μέτρα το απέραντο γαλάζιο. Αλλά εκεί τουλάχιστον έβλεπα και κανένα γκομενάκι να σκάει τον κοιλιακό στην ξαπλώστρα και να χαρχαλεύει με τον ήλιο.

Φοράμε τα μπανιερά μας και κατεβαίνουμε στην πιο υπέροχη παραλία που έχω δει στη ζωή μου. Μάλλον τη δεύτερη καλύτερη γιατί η πρώτη καλύτερη είναι στο πατρικό μου κι έχει παντού άμμο. Λέγεται Golden beach και είναι όνομα και πράγμα. Χρυσαφίζει ο τόπος από την άμμο μέσα κι έξω! Οκ, είναι ένα σπάσιμο η άμμος έξω στη παραλία γιατί γεμίζει το σύμπαν από δαύτη όταν βγαίνεις απο τη θάλασσα. Βρήκα άμμο ακόμη και μέσα στη μπανιεροτσάντα μου που την είχα ερμητικά κλειστή μη μου λερωθεί κι έχω να πλένω και βαριέμαι. Αλλά μεσα η αμμοπαραλία είναι θεϊκιά γιατί ξέρεις τι πατάς και δεν φοβάσαι.

Και πάμε στη δεύτερη καλύτερη, που είναι αυτή που επισκεφτήκαμε στο νησί. Μικρές όμορφες πέτρες παντού. Μέσα κι έξω! Σαν του Λουτρακίου για όσους έχουν πάει κι εκεί και ξέρουν και λίγο καλύτερη. Ο περισσότερος κόσμος έλιαζε εκεί το κορμί του και ήταν πραγματικά απόλαυση το υδάτινο μωσαϊκό όπως κολυμπούσες και κοιτούσες προς τα κάτω. Δεν έβλεπες ρε παιδί μου, μαυρίλα, φύκια και άγρια φύση αλλα μικρές όμορφες χρωματιστές πετρούλες. Χαιρόσουν τη πτώση σου και αναγάλλιαζε η καρδιά σου σαν πατούσες το βυθό (αν τον πατούσες) σα να σου έκαναν μασάζ στα ακροδάχτυλα χίλιοι μασέρ με μαυρισμένα κορμιά και μπράτσα για αγκάλιασμα αιωνίως.

Παίρνω κι εγώ την Coύλα μου και πάμε να δροσιστούμε στη δεύτερη καλύτερη παραλία που έχω δει στη ζωή μου. Ξαφνικά έτσι όπως κάνω δέκα (ακριβώς) βήματα, νιώθω πως κάτι έχει κολλήσει στη πατούσα μου και δεν φεύγει με τίποτα. Τις τσούχτρες τις σιχαίνομαι, αλλά τσούχτρα δεν ήταν. Κάνω ένα έτσι, όπου έτσι σημαίνει, σηκώνω το δεξί πόδι, το γυρνάω και κοιτάζω να δω τι παίχτηκε στην πετικιουρισμένη πατούσα μου.

Ω ναι το παραδέχομαι, δεν πάω στην πετικιουρίστα μου τόσο για τα νύχια όσο για τις φτέρνες και το λοιπό πόδι. Που λέτε σαν τον πελαργό στο ένα πόδι κοιτάζω το άλλο και τι να δω. Ένας αχινός έγλυφε τη πατούσα μου. Και δεν την έγλυφε σε τυχαίο σημείο αλλά εκεί που είναι το πιο ευαίσθητο σημείο, στην λεγόμενη καμάρα. Βγαίνω με κουτσό στη παραλία (βαθμός δυσκολίας γαμησέ τα κι άφησε τα) ενώ πρώτα έχω βγάλει τον καημένο τον αχινό, που στ΄αλήθεια τον λυπήθηκα. Όμως μου άφησε για ενθύμιο φαίνεται, τρια τέσσερα πως να τα πω, αυτά τα κερατάκια, τα νυχάκια του, τα αχινοτέτοια του. Ε, αυτά.

Ήταν πολλές οι ώρες που προσπάθησα να διώξω τα τέτοια του αχινού, (οκ δε ξερω πως να τα πω, ας μας βοηθήσει κανένας φιλόλογος). Σκέφτηκα πολλούς τρόπους μέχρι και αυτόν με την καρφίτσα που την καις και ανοιγεις γύρω γύρω τρύπα μέχρι να βγουν τα αγκάθια (τη βρήκα τη λέξη........αγκάθια λοιπόν.)

Μια κυρία εκεί κοντά μου είπε να απλώσω λάδι στην περιοχή εκείνη (όχι αντηλιακό, αλλά κανονικό λάδι για σαλάτα, ελαιόλαδο, ή όποιο άλλο) και τα αγκάθια θα βγαίναν από μόνα τους γιατί θα γλιστρούσαν και θα ανέβαιναν στην επιφάνεια. Αμ πως. Τίποτα δεν έγινε. Τοματοσαλάτα με φέτα στη πατούσα και λαδάκι μπόλικο για λαδομπούκα μπορεί να πετύχαινα και κανένα τηγανητό δαχτυλάκι μια χαρά θα έφτιαχνα, αλλά τα αγκαθάκια του αχινού δεν μπορούσα να τα βγάλω με τίποτα.

Λίγο πριν σηκωθώ να πάω στο κέντρο υγείας μου ήρθε η φαεινή ιδέα καθώς ένα λαμπάκι έλαμψε στον κουλό και καμμένο εγκέφαλό μου. Πήρα το τσιμπιδάκι των φρυδιών και με δυο τρεις καλλιτεχνικές κινήσεις έβγαλα τα αγκάθια του αχινού και ένιωσα και πάλι άνθρωπος με δυο πόδια που μπορεί να τα χρησιμοποιήσει και τα δυο.

Όλα καλά τελικά κι ας επέμεναν οι ντόπιοι πως αυτή η παραλία δεν έχει αχινούς και ποτέ μέχρι τώρα δεν είχαν ακούσει πως πάτησε κανείς αχινό. Ξέχασα να τους πω πως η Cούλα είναι μόνο μία και πως μπορεί να αλλάξει πατροπαράδοτες αντιλήψεις στο άψε σβήσε ακόμη και ολόκληρο τον ρου της ιστορίας με την γκαντεμιά της. Καλύτερα όμως που δεν είπα τίποτα γιατί μετά και δε θα με κάνανε παρέα και θα με κοιτούσαν περίεργα. Μίασμα της νήσου θα καταντούσα. Όχι πως δεν κατάντησα, αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα.Θέμα για άλλη ανάρτηση.

Και πάμε μετά για το πρώτο φαγοπότι στο νησί. Τι θα φας όταν πας σε νησί; Ψαράκι; Δε τρώω! Πίτσα; Δεν θέλω! Σουβλάκια; Έλα τώρα, με σουβλάκια θα τη βγάλουμε; Ε, ας φάμε κανένα κοψιδάκι. Οκ, έκλεισε! Πάμε σε ένα ταβερνείο. Είχε και ψάρια αλλά για τους άλλους, όχι για μας. Πλάι στο κύμα σαβούριαζε ο κόσμος. Μερικοί είχαν βουτηγμένα τα πόδια μέσα στη θάλασσα και τα κοψίδια μέσα στο στόμα τους. Να τρως και να δροσίζεσαι! Στο ένα χέρι η μπύρα στο άλλο το αντηλιακό! Αυτή είναι ζωή, ρε φίλε.

Παραγγέλνουμε τη σαλατίτσα μας, τα μπριζολάκια μας, τα τζατζικάκια μας και τα σχετικά υποδέλοιπα, πατατούλες, τυροκαυτερούλες κλπ. Όλα σε υποκοριστική εκφορά αλλά σε υπερμεγεθυμένη κατανάλωση. Τεσπα. Όπου παίρνω μια φέτα ψωμί, απλώνω μια στρώση τζατζικιού και αρχίζω να μασουλάω σα το ζώο.

Κάτι κρατσανιστά πραγματάκια μέσα στο στόμα μου, πάω στοίχημα πως δεν ήταν ούτε υπολείμματα αγγουριού, ούτε σκόρδου, ούτε τι αλλα σκατά βάζουν μέσα στο τζατζίκι. Και η μυρωδιά των κρατσανιστών αυτών πραγμάτων που βασάνιζαν τον ανέμελο ουρανίσκο μου, ήταν απαίσια. Σαν κλούβιο αυγό! Έφτυσα όπου τύχει, σε μια χαρτοπετσέτα από αυτές που τις λες χαροπετσέτες αλλά στην ουσία είναι σαν σμυριδόπανα ένα πράγμα. Τελικά ύστερα από ενδελεχή έρευνα, ανακαλύψαμε πως μέσα στο τζατζίκι μας υπήρχε και αυγό και το χειρότερο είναι πως δεν ήταν μόνο το μέσα, αλλά και το έξω. Λέτε να υπάρχει καμία συνταγή τζατζικιού που να σκας πάνω λίγο πριν το σερβίρισμα κι ένα ωμό αυγό σαν την καρμπονάρα; Μπα, δε νομίζω! Κάποια παπαριά είχε γίνει. Σιχάθηκα τη ζωή μου κι ευτυχώς σταμάτησα να τρώω.

Το ίδιο βράδυ βγήκαμε για μοχίτος. Μέσα στο ποτήρι μου είχαν ρίξει ένα ολόκληρο δέντρο από κομμένα λάιμ. Έλεος! Δεν ήπια μοχίτο, ήπια τη ζούγκλα μαζί με τον Ταρζάν. Άσε που είχαν βάλει ένα κιλό ζάχαρη μέσα και αυτή δεν έλιωνε που να σκάσεις από το κακό σου, (εσύ μπαρτέντερ της κακιάς ώρας και μπάρμαν του κώλου). Μετά σκέφτηκα πως το ρούμι είναι ακριβό ενώ τα λάιμ και η ζάχαρη πάμφτηνα. Αν ήθελα λάιμ και ζάχαρη θα έτρωγα μια τονοσαλάτα με μπόλικο λεμόνι που μου αρέσει κιόλας και στο καπάκι ένα καφέ πετιμέζι. Εγώ μοχίτο ζήτησα όχι όλες τις λεμονιές και και όλα τα ζαχαρότευτλα του σύμπαντος.

Το βραδάκι αποκοιμήθηκα με ανοιχτό το παράθυρο. Ήταν μια πολύ δύκολη πρώτη μέρα και νύχτα διακοπών και αποφάσισα κάπου εκεί ενδιάμεσα σε ύπνο και ξύπνιο να είμαι περισσότερη θετική την δεύτερη μέρα και να κάνω πως δεν καταλαβαίνω και δεν βλέπω κάποια πράγματα. Ας είναι.

24 Αυγούστου 2011