Το ξεψείρισμα

Όσα χρόνια η Coύλα μας ήταν παιδάκι, οι ψείρες έκαναν φωλιές στη κεφάλα της και της ρούφαγαν το αίμα. Λένε πως οι ψείρες πάνε σε καθαρά κεφάλια και σε γλυκοαίματα πλάσματα. Γι’ αυτό πριν με πείτε ψειριάρα, σκεφτείτε πως στο αίμα μου ρέει μέλι.

Η Cουλομαμά πέρασε άσχημες στιγμές με την πάρτη μου. Με έλουζε συνεχώς με αντιψειρικά σαμπουάν για να εξαλείψει το βασίλειο ψείρας που ευημερούσε στη κεφαλή μου. Ο μέγας φόβος της ήταν μη κολλήσω τα άλλα cουλόπαιδα, είτε αδέρφια, είτε συμμαθητές στο σχολείο, αλλά και να μην με κολλήσουνε οι άλλοι ενώ εγώ ούσα καθαρισμένη, δεν είχα ίχνος ψείρας!

Οι μέθοδοι ανακούφισης από την φαγούρα που μου προκαλούσαν οι κατά τα άλλα αγαπημένες μου ψείρες ήταν πολλές. Όταν διαπίστωνα πως ήρθαν οι ψειρο-επισκέπτες, άραζα μπροστά στον καθρέφτη της μάνας, έπαιρνα μια βούρτσα και έκανα δήθεν πως χτένιζα τα ξανθά μαλλιά μου, ενώ στην ουσία ξυνόμουν με τη βούρτσα! Όταν πλησίαζε λίγο η μαμά…βούρτσιζα απαλά τα μαλλιά μου, όταν όμως απομακρυνόταν τους έδινα και καταλάβαιναν. Βούτρσιζα με τόση μανία που πετάγονταν αυτόματα κάτι καρούμπαλα, τεράστια.

Αν οι ψειρο-επισκέπτες είχαν γεννήσει; Αχ εκεί κλεινόμουν με τις ώρες στη τουαλέτα κι έξυνα ανενόχλητη την κεφάλα παίζοντας ταυτόχρονα με τους μικρούς μου φίλους το γνωστό κρυφτούλι. Που με ρουφάς και κρύβεσαι; Εκεί και θα σε ξύσω! Κι αν είχαμε κόσμο στο σπίτι, έπαιρνα το καλοξυσμένο μου μολύβι και χάιδευα το κρανίο, προσποιούμενη πως μου κατέβαινε μια ιδέα από το κεφάλι κι έπρεπε να τη βοηθήσω να ολοκληρωθεί.

Γι’ αυτό η μάνα είχε πραγματοποιήσει στη κεφάλα μου άπειρες μεθόδους ξεψειρίσματος αλλά εμένα οι ψείρες με αγαπούσαν. Κι εγώ αγαπούσα εκείνες για να λέμε και του στραβού το δίκιο! Φρόντιζε λοιπόν να με ξεψειρίζει συχνά και οφείλω να ομολογήσω πως ήμουν το πιο καθαρό couλάκι με τόσο πλύσιμο που είχα φάει μικρή! Πρέπει να ξόδευε τουλάχιστον το 1/10 του μισθού της σε ψειροσαμπουάν! Κι αφού είδε κι απόειδε πως δεν κάνουν τίποτα αυτά, πέρασε σε ακόμη πιο δραστικές μεθόδους που θα αναλύσω παρακάτω.

Αμέτρητα μεσημέρια, μετά το σχολείο, την είχα βγάλει στην αγκαλιά της μάνας με τη μούρη στραμμένη στο πάτωμα, λες και θα έπρεπε να ομολογήσω που έχει κρυφτεί η ψείρα κι η couλομάνα αφαιρούσε ένα ένα απ’ το κεφάλι μου τα αναθεματισμένα ζωύφια, ενώ από το άλλο δωμάτιο ακουγόταν ο ήχος από την λατρεμένη μας σειρά The bold and the beautiful, καθώς εγώ θύμωνα απίστευτα με την σκέψη πως ο Ριτζ φιλάει τη Μπρουκ κι εγώ αντί να είμαι εκεί, ξεψειρίζομαι!

Για να μην σας πω πως τον θάνατο της Καρολάιν τον βίωσα σκυμμένη στα πόδια της μαμάς και νααααααα τα κλάματα! «Ρε μαμά, έλεγα όλο παράπονο, πέθανε η Καρολάιν κι εμείς ασχολούμαστε με τις ψείρες;» «Couλα μου, έλεγε η μαμά, είδες όμως τι ωραία μαλλιά είχε η Καρολάιν; Δεν είχε ψείρες σαν εσένα!» «Ρε μαμά προτιμάς να πεθάνω χωρίς ψείρες, ή να ζω με ψείρες;» «Σκάσε Couλα, γιατί δεν θα ξαναδείς Τόλμη και Γοητεία ποτέ ξανά.» Και κάπως έτσι το μούγκωνα και καθόμουν να υποστώ το μαρτύριο! Δεν είμαστε τώρα για τιμωρίες!!! Άσε που εκνευριζόταν κι εκείνη και μου έσκαγε και καμιά φάπα που και που!

Άλλες φορές με έπιανε στο φιλότιμο « Coύλα μου, δεν σου έχω πει να προσέχεις στο σχολείο και να μην ακουμπάς το κεφάλι σου στο κεφάλι των άλλων παιδιών;» «Βρε μαμά όταν κερδίζουμε στο ποδόσφαιρο αγκαλιαζόμαστε όλοι μαζί! Τι να πω στην ομάδα; Παιδιά έχω ψείρες και μη με αγκαλιάζετε;» «Όχι, να τους λες φύγετε από κοντά μου ψειριάρηδες που με κολλάτε συνεχώς!!!» Μα τι ρατσισμός!!!!

Το άλλο εξευτελιστικό επεισόδιο έρχεται από την κακία των αδερφών μου! Εκείνα δεν κολλούσαν εύκολα! Αλλά αν κόλλαγα εγώ, όσο να’ναι πήγαιναν λίγες ψείρες και σε εκείνα. Βλέπεις πηδάνε αυτές, δε χαμπαριάζουν. «Μαμάααα, η Couλα έχει πάλι ψείρες!» φώναζαν τα ρουφιανοcouλόπαιδα, «Δεν έχωωωωω» ούρλιαζα εγώ. «Έχεις» επέμεναν εκείνα και με σπρώχνανε στο φως στο μπαλκόνι και με αναμάλλιαζαν για να ανακαλύψουν μία και να τη δείξουν στη μάνα. Χαχαχαχα!!! Έτσι κολλούσαν κι εκείνα.

(Ασχετο: Κάναμε και κάτι άλλο couλό με τα αδέρφια μου! Αν μας ξέφευγε καμιά πορδή, μυρίζαμε κώλους για να δούμε ποιος την αμόλησε…. Αχαχαχαχα….τέλεια χρόνια.)

Όταν η σχολική χρονιά έφτανε στο τέλος της, τελείωναν τα βάσανα της μάνας, ή νόμιζε ότι τελείωναν! Με ξεψείριζε μια και καλή και όσο να ‘ναι το Καλοκαίρι δεν πολυκολλούσα ψείρες! Για λίγο διάστημα το κεφάλι ήταν άψειρο, και χωρίς καρούμπαλα. Η μυρωδιά του ψειροσαμπουάν έπαυε να μου γαργαλάει τα σωθικά και ένιωθα κι εγώ ενταγμένη στον κόσμο! Όταν όμως μέσα Ιουλίου πηγαίναμε κατασκήνωση;;; Εκεί να δείτε γέλια!!!!

Η μάνα με καθάριζε άψογα, μου έβαζε προληπτικά στο σακίδιο αντιψερικό σπρέι και με έστελνε καθαρό και περιποιημένο αγγελουδάκι!!!! Στο επισκεπτήριο μου έδινε συμβουλές να προσέχω με τις ψείρες! Δεν ήθελε να με προσβάλλει μπροστά στα άλλα παιδιά και δεν έκανε τον συνηθισμένο έλεγχο, αλλά ήξερε μέσα της τι δράμα θα περνούσε όταν θα επέστρεφα. Το αγγελουδάκι θα γύριζε μεταμορφωμένο διαολάκι!

Μόλις τελείωνε η κατασκηνωτική περίοδος κι επέστρεφα σπίτι….βουρλιζόμουν από το δρόμο! Μέχρι και διάλογο έπιανα με τις ψείρες. «Βρε αν με ακούτε, φύγετε από τη κεφάλα μου! Δε λυπάστε τη μαμά που θα περάσει δυο μέρες με το χτενάκι στο χέρι; Κι όχι τίποτα άλλο, θα σας εξοντώσει, γι’ αυτό πηγαίνετε σε κανένα άλλο κεφάλι, κι αφήστε με για λίγο εμένα. Θα παίξουμε άλλη μέρα.» Η απάντησή τους ήταν μια απίστευτη φαγούρα! Γιατί ξέρετε ε; Όταν τις σκέφτεσαι τις ψείρες, ξύνεσαι! Ακόμη κι αν δεν έχεις! Πόσο μάλλον να έχεις και να συνδιαλέγεσαι και μαζί τους!

Κι η ιεροτελεστία άρχιζε με το καλωσήλθες! Η Couλα έσκυβε πίσω το κεφάλι στη μπανιέρα (σαν σε λουτήρα) και η μάνα με το χτενάκι τράβαγε τα μαλλιά μέχρι να απομακρυνθεί όλο το ζωικό βασίλειο της ψείρας που κατοικοέδρευε στη κεφάλα μου. Η μπανιέρα πλημμύριζε από ψείρες παντός χρώματος, παντός μεγέθους και παντός είδους!!!!

Η συνέχεια ήταν ακόμη πιο δύσκολη! Η μάνα έβαζε πετρέλαιο στο κεφάλι μου για περίπου μία ώρα! Ευτυχώς που με αγαπούσε γιατί μπορούσε να με μπουρλωτιάσει από τα νεύρα της! Με άφηνε με μια πετσέτα να λιποθυμώ και να της φωνάζω «Μαμά λούσε με δεν αντέχω άλλο, θα κάνω εμετό!!!» Και απαντούσε «Ας πρόσεχες που ακούμπαγες το κεφάλι σου να μην είχαμε τώρα ψειροπαραγωγή». Και λίγο πριν κάνω πως τάχα πεθαίνω της φώναζα «Ρε μαμά γιατί μισείς τις ψείρες; Κι αυτά πλασματάκια του θεού είναι!» Κι απαντούσε μέσα στα νεύρα της «Και πρέπει να τις εκθρέφουμε στη κεφάλα σου; Μη πεις άλλη κουβέντα, Coύλα, γιατί κάηκες κακομοίρα μου!» Κάπου εκεί, σταματούσα να γκρινιάζω από φόβο μη μου την ανάψει!

Το υπόλοιπο Καλοκαίρι οι ψείρες δεν έρχονταν στο κεφάλι μου! Φοβούνταν την μαζική καταστροφή της πετρελαιοθεραπείας! Από τον Σεπτέμβρη όμως…πάλι τα ίδια!

Όπως καταλαβαίνετε οι ψείρες, μου έχουν πιει πολύ αίμα από το κεφάλι μου και γι’ αυτό η μάνα μου έλεγε συχνά, πως δεν είναι τυχαίο πως από κάπου χάνω!!!!! Τελικά μόλις πάτησα το πόδι μου στο Γυμνάσιο οι ψείρες δε με επισκέφτηκαν ποτέ ξανά!

19 Μαΐου 2010