Ανατριχιαστική ηδονή

Μεσημεράκι. Ο ήλιος υψωμένος στο κέντρο του ουρανού ρίχνει τις αχτίδες του στην κεφάλα μου και με κάνει να ιδρώνω. Τι κι αν είναι Μάης; Τι κι αν το Καλοκαιράκι με περιμένει στη γωνία του δρόμου; Τι κι αν έγινε μπουρδέλο το κλίμα και ζεσταινόμαστε από τα Χριστούγεννα; Τι κι αν στα καλά καθούμενα ρίχνει καρέκλες, κόβεται το ρεύμα και το παίζουμε "Δεύτε, λάβετε φως" με τα κεριά αγκαζέ; Θέλω ένα παγωτό. Και το θέλω παρφαί και σοκολάτα. Κι επειδή είμαι από τις γυναίκες που ό,τι θέλω, το θέλω εδώ και τώρα, αγοράζω από τον κοντινό μου φούρνο ένα χωνάκι με παγωτό. Ο συγκεκριμένος φούρνος εκτός από ψωμί, πουλάει και της Παναγιάς τα μάτια αλλά αυτό αποτελεί θέμα για άλλη ανάρτηση.

Το κρατώ στο χέρι, ανοίγω βήμα και φτάνω αμέσως στο σπίτι. Παρατάω τη τσάντα μου όπου να ναι, βάζω το ράδιο να παίζει, κάθομαι στο καναπέ και αρχίζω να απολαμβάνω...Γλύφω τη πρώτη στρώση που ήδη έχει λιώσει, δαγκώνω το τραγανιστό φρέσκο χωνάκι και αφήνομαι στη μαγική γεύση του παρφαί σοκολάτα το οποίο κάνει έρωτα με σιρόπι σοκολάτα και μάλιστα μέσα στο στόμα μου. Ξαφνικά ένα κομμάτι απο κερασάκι αφήνεται στα χάδια της σοκολάτας και κανει χρουτσου χρουτσου καθως θυσιάζεται στο βωμό της απόλαυσης μου. Ένα αμυγδαλάκι βολεύεται πίσω από ένα δόντι, αλλά το παρασέρνει η επόμενη δαγκωματιά του τραγανιστού χωνιού...

Και κάπου εκεί, μεσημεράκι, μέσα στην ντάλα του ήλιου, εκεί που πάω να δαγκώσω λίγο από το σκληρό παγωτό ....ηλεκτρικό ρεύμα χτυπάει τα σωθικά μου. Γειώνομαι, και διπλώνομαι, ένα δόντι δεν άντεξε τόση ηδονή και αποφάσισε να επαναστατήσει. Παρατάω το παγωτό και πιάνω το τηλέφωνο.
-Κύριε Γιώργο, το δόντι μου πονάει. Κλείστε μου ένα ραντεβού!
-Πότε θέλεις να έρθεις Couλα μου;
-Χτες!!!!
Το ραντεβού με τον οδοντίατρο κανονίζεται άμεσα για το ίδιο απόγευμα. Κι εγώ υποφέρω. Δε με πονάει το δόντι πια, αλλά η ψυχή μου. Ανατριχιάζω στη σκέψη και μόνο. Τέτοια τιμωρία για λίγο παγωτάκι; Κρίμα!

Ο πονόδοντος αποτελεί για μένα ό,τι χειρότερο μπορεί να μου συμβεί. Έχω καλη πάστα δοντιών και οι επισκέψεις μου στον οδοντίατρο είναι περιορισμένες και σχετίζονται με λίγα σφραγίσματα και έναν καθαρισμό ή στην καλύτερη περίπτωση μια λεύκανση αλά Πετρίδη. Κάποτε παλιά είχα κάνει και μια απονεύρωση αλλά έχω κάνει delete στο σκηνικό για να μπορέσω να συνεχίζω να ζω.
Χρυσά δόντια δεν έχω γιατί είναι ξεπερασμένα και γιατί όσο να' ναι λευκόχρυσος στο δόντι δεν πάει.

Και να τώρα η Couλα μας, σαν τρομαγμένο κοτσυφάκι χτυπάει το κουδούνι του οδοντίατρου. Και το ψυχολογικό θρίλερ αρχίζει να εκτυλίσσεται. Είμαι πρωταγωνίστρια και η μόνη φράση που μπορεί να χαρακτηρίσει τη κατάσταση είναι η εξης: 'Εχω χεστεί πάνω μου από το φόβο μου!
Ανοίγει ο κύριος Γιώργος, με καλωσορίζει με απίστευτα πλατύ και λευκό χαμόγελο. Με περνάει στο σαλονάκι που εγώ το ονομάζω προθάλαμο βασανιστηρίων. Εκεί η αναμονή είναι εκνευριστική. Μέχρι να έρθει η σειρά μου κοιτάζω το χώρο. Σαλόνι δερμάτινο, πίνακες ζωγραφικής, παντού επιστημονικά περιοδικά. Ανοίγω ένα και το ξεφυλλίζω! Περνούν από μπροστά μου όλα τα είδη δοντιών και οι ρίζες τους, σχήματα που μου τριβελίζουν τη σκέψη, ρίζες βαθιές που τις αλώνει ο τροχός με αυτόν τον ανατριχιαστικό ήχο που μοιάζει με με βιασμό εγκεφάλου και συνείδησης. Κλείνω το περιοδικό με εμφανή τρόμο στο βλέμμα μου. Χάνω δυο και τρία -μη σας πω- χρόνια από τη ζωή μου.

Κλείνω τα μάτια, χαλαρώνω και σκέφτομαι πως δεν με πονάει πια το δόντι μου, αλλά η ψυχή μου. Με πιάνουν τάσεις φυγής. Θέλω να ανοίξω τη πόρτα να τρέξω και με ένα τίναγμα να βρεθώ σε αγρούς με λουλούδια, σε θάλασσες και αμμουδιές, σε βουνά και σε λαγκάδια, αλλά να μην περιμένω βασανιστικά στον προθάλαμο, να μην μπω καθόλου στον θάλαμο και να σωθώ από τα μαζοχιστικά βασανιστήρια του γιατρού.

Με επαναφέρει στη πραγματικότητα η ήχος του κουδουνιού. Κι άλλος για τη βάρκα μας. Ο ασθενής κάθεται απέναντί μου. Είναι πρησμένος, η μούρη του τούμπανο, τα μάτια του βαθουλωμένα στις κόγχες, με κοιτάζει απελπισμένος. Τον κοιτάζω απελπισμένη. Και κάπου εκεί παίρνω μια μεγάλη απόφαση ζωής. Ποτέ δεν θα ξαναφήσω για αύριο αυτό που πρέπει να κάνω σήμερα.

Χάνομαι σε αυτή τη φλοσοφημένη ρήση, σκέφτομαι πως μπορούσαν άραγε να ανταπεξέλθουν οι αρχαίοι σε έναν πονόδοντο εφόσον δεν είχε εξελιχθεί η ιατρική. Σκέφτομαι τον άνθρωπο του Νεάτερνταλ να χώνει μια σφηνοειδή πέτρα στο στόμα του και να ξεριζώνει το σάπιο δόντι. Λιποθυμώ από αηδία. Νομίζω πως κάπου εκεί χάνω τις αισθήσεις μου. Όμως όχι, μόνο το νομίζω...Αρχίζω να προσεύχομαι καθώς ακούω ομιλίες στο διάδρομο. Τελείωσε ο προηγούμενος, ήρθε η σειρά μου.

Σηκώνομαι....με αργά και ασταθή βήματα πλησιάζω στον θάλαμο. Και χωρίς πολλά πολλά κάθομαι στη καρέκλα, αυτήν που μισώ, αυτήν την ανακριτική με το λευκό φως να με χτυπάει μέσα στα μάτια. Να με ρωτάει γιατί έφαγα παγωτό, γιατί δεν την τίμησα πριν μέρες που πάλι μετά από ένα κρύο φρεντοτσίνο ανατρίχιασε το είναι μου. Θέλω να βρίσω τη καρέκλα, να βρίσω τον γιατρό, να βρίσω τους παγωτατζήδες, να βρίσω τους καφετζήδες....μα δεν βρίζω κανέναν. Παίρνω βαθιές ανάσες. Αν ήμουν έγκυος θα είχα γεννήσει, αν ήμουν ετοιμοθάνατη θα είχα πεθάνει, μα δεν είμαι τίποτα από όλα αυτά, είμαι ένα φοβισμένο κοτσύφι. (Μα πως μου κόλλησε το κοτσύφι τέτοιες δύσκολες ώρες;) Θέλω τη μαμά μου, θέλω έναν φίλο να με καθησυχάζει, θέλω ένα γκόμενο να μου κλείνει το μάτι υποσχόμενος πως μετά από όλα αυτά θα με πάει διακοπές στη Μύκονο. Μα ό,τι και να θέλω είμαι εκεί δα παρατημένη από όλους, βορά στις άγριες ορέξεις ενός τροχού, ενός γιατρού και μιας ταχυπαλμίας.

Ο γιατρός μου ανοίγει το στόμα...η ανάσα του είναι τόσο κοντά στη δική μου. Αν ήταν ωραίος άντρας θα μπορούσα να του είχα σκάσει ένα φιλί μπορεί και γλωσσόφιλο, αλλά δεν είναι ωραίος άντρας, είναι μεγάλος σε ηλικία, με δυο τρια παιδιά (δε θυμάμαι πόσα), με μια ανάσα που βρωμάει τζατζίκι (θα έφαγε καμιά σουβλακόπιτα στο ενδιάμεσο) με μακριά μαλλιά που βρωμάνε τσιγαρίλα, με μούσια που κάπου εκεί μέσα έχουν κάνει φωλιά σταγόνες από το καφέ του και το νιώθω πως δεν θέλει εμένα, αλλά μόνο το χαλασμένο μου δόντι. Αυτό θα είναι το έπαθλό του...

Βρίσκει το ζαβό δόντι και το πασπατεύει. Εγώ πασπατεύω το κάθισμα με χέρια μπουνιές έτοιμη για επίθεση. Και αρχίζει το μαρτύριο. Τροχός, νερό, αέρας, τροχός, νερό, αέρας, τροχός, νερό, αέρα. Στο στόμα μου ένα σωληνάκι διώχνει μακριά τα υγρά μου. Νιώθω πως στεγνώνω. Τα χείλη μου διψάνε, ο λαιμός μου κορακιάζει, θέλω να καταπιώ και όταν το κάνω, καταπίνω φαρμακίλα. Σταματάω να καταπίνω, σταματάω να ανασαίνω. Αφήνομαι. Ανατριχιάζω. Το πρόσωπό μου συσπάται. Το βλέπει και που και που με καθησυχάζει. Τελειώνουμε, μου ψιθυρίζει. Χαμογελάω ανέκφραστα.

Ο τροχός, χρουτσου χρουτσου, ως τα σωθικά μου φτάνει. Ο ήχος του μοιάζει με αυτόν ενός απορριματοφόρου που διαλύει τα σκουπίδια, ενός τρακτέρ που οργώνει το χωράφι διαλύοντας τα πάντα στο πέρασμά του. (Να μην ξεχάσω το βράδυ να μπω στη φάρμα μου στο facebook, σκέφτομαι τραγελαφικά). Μετά από κάμποση ώρα (αιώνας μου φάνηκε) τα δύσκολα πέρασαν. Ο κύριος Γιώργος απλώνει κάτι αλοιφές, μου φέρνει ένα πιστολάκι (όχι μαλλιών) στεγνώνει το δόντι. Απλώνει αλοιφή, στεγνώνει, απλώνει αλοιφή, ισιώνει στεγνώνει.
-Τέλειωσα, μου φωνάζει. Η καρδιά μου επανήλθε στη θέση της. Διαπιστώνω πως ζω! Ζω ακόμη! Σηκώνομαι από την βρωμοκαρέκλα και υπόσχομαι να την εκδικηθώ κάποτε. Εκείνη μου κρυφογελάει πονηρά και την ακούω να μου ψιθυρίζει: Τη γλίτωσες πάλι κουφαλίτσα!

Περνάμε στο γραφείο του γιατρού. Μου εξηγεί πως δεν ήταν τίποτα, ένα απλό σφραγισματάκι μόνο. Όλα καλά! Πληρώνω, παίρνω απόδειξη, χαιρετώ τον μπουκωμένο επόμενο ασθενή και βγαίνω στο απαλό απογευματάκι. Είμαι ελεύθερη, με πρησμένα χείλη, μα ελεύθερη!!!!!

27 Μαΐου 2010