Ανθισμένη Χλόη

Τη γνώρισα στο Πανεπιστήμιο. Ήταν ντροπαλή. Δε πολυμιλούσε. Εγώ, μη δω άνθρωπο να μη μιλάει, βάζω στοίχημα με τον εαυτό μου να τον κάνω κοινωνικό και ομιλητικό. Να του δώσω το θάρρος που θέλει για να αναδιπλώσει τα ταλέντα του. Αυτό μου έχει βγει σε καλό στη δουλειά μου, αλλά σε κακό στις σχέσεις μου. Η Χλόη που λέτε, ήταν στο πρώτο έτος του μεταπτυχιακού, εγώ ήμουν στο δεύτερο έτος. Εκείνη άρχιζε, εγώ τέλειωνα. Εκείνη προσπαθούσε να καταλάβει τα τι και τα πως, εγώ προσπαθούσα να τελειώνω για να μην έχω εκκρεμότητες. Ειχα βαρεθεί να διαβάζω. Όχι, πως μετά σταμάτησα, αλλά εκείνη τη περίοδο το είχα βαρεθεί το άθλημα. Μέσα από κάποιες κουβέντες λοιπόν, αρχίσαμε να τα λέμε δειλά δειλά.

Η Χλόη ανοίχτηκε, χαμογελούσε, έδειχνε το χιούμορ της όχι μόνο μέσα από τα δόντια, αλλά και έξω από τα δόντια. Γέμισε αυτοπεποίηθηση. Έπιασε και γκόμενο, αν θυμάμαι καλά. Βγαίναμε για καφεδάκια. Ανταλλάζαμε σκέψεις και ιδέες, της έδειχνα τις κακοτοπιές για να τις αποφεύγει, της έλυνα απορίες που κι εγώ τις είχα στο πρώτο έτος, αλλά δεν είχα βρει κι εγώ μια Coula να με βοηθάει και να μου τις δείχνει. Μέχρι και πλάτες της έκανα για να φύγει ένα μήνα στην Κούβα και να μη πάρει απουσίες στα Σεμινάρια.

Ήταν λοιπόν ένα σεμινάριο που με ενοχλούσε πολύ. Ήταν αντικειμενικά πολύ δύσκολο. Δεν το ήθελα στη ζωή μου. Αρνιόμουν. Το επέλεξα επειδή μόνο αυτό είχε μείνει. Αφορούσε σε δύσκολες πίστες γνώσης και έρευνας και δεν ήμουν σε mood περισυλλογής και ανάγνωσης. Είχα κι ένα τρελό γκομενάκι τότε που με περιποιόταν απίστευτα και προτιμούσα να χαλαρώνω στην αγκαλιά του παρά να διαβάζω και να κλείνω δεκάωρα σε βιβλιοθήκες και σε βιβλιογραφίες. Όταν η Χλόη με ρώτησε αν θα της πρότεινα το σεμινάριο της είπα ορθά κοφτά ΟΧΙ. Δες κάτι άλλο. Πάρε κάποιο άλλο σεμινάριο. Τόσα υπάρχουν. Διάλεξε κάτι πιο κοντά στα ενδιαφέροντα σου. Προχώρα. Απέφυγε το κακό.

Όμως η Χλόη νόμιζε πως την υποτίμησα. Νόμιζε πως την θεώρησα ανίκανη να παρακολουθήσει το Σεμινάριο. Νόμιζε πως ήθελα να της βάλω τρικλοποδιά για να της φάω μια θέση στην ανεργία, αύριο. Εγώ βέβαια το πέρασα το μάθημα και με καλό βαθμό, αλλά εγώ ήμουν και μεγαλύτερη σε ηλικία και ήξερα πως να το χειριστώ. Της είπα να μην το πάρει για να μην δυσκολευτεί. Κι ακριβώς επειδή της είπα να μην πάρει το μάθημα αυτό, ενώ εγώ και το πήρα και το πέρασα, εκείνη μέτρησε το ρίσκο, τα έβαλε κάτω, θέλησε να μου βάλει και τον ρούμπο και αποφάσισε να επιλέξει το Σεμινάριο. Και το επέλεξε.

Εντωμεταξύ υπήρχε και μια κόντρα με μένα και μια άλλη μεταπτυχιακή φοιτήτρια. Η καθηγήτριά μας ήθελε ένα άτομο να την βοηθάει στην βαθμολόγηση των γραπτών των προπτυχιακών φοιτητών. Προσοχή, όχι να διορθώνει, αλλά να τη βοηθάει. Δηλαδή να βάζει τα γραπτά σε τάξη, να της τα δίνει, να τα διορθώνει η καθηγήτρια και μετά εκείνη να τσεκάρει τις διορθώσεις και να κουνάει το κεφάλι, συμφωνώντας. Κι αν είχε καμία ένσταση να το συζητάνε. Χαμαλοδουλειά δηλαδή. Η καθηγήτρια επέλεξε εμένα κι εκείνη νόμιζε πια πως διοριστηκα λέκτορας. Μιλάμε για εμμονές, κατινιές και μικροπρέπειες.

Η Χλόη λοιπόν συζήτησε κάποτε με εκείνη τη φοιτήτρια και κατέληξαν στα δικά τους υπέροχα συμπεράσματα που απείχαν ετη φωτός από την πραγματικότητα και την αλήθεια. Έτσι το κορίτσι μας, με απέφευγε στην αρχή διακριτικά λέγοντας ένα απλό Γεια, Καλή εβδομάδα, Καλο διάβασμα, και στη συνέχεια απροκάλυπτα, κόβοντας και τη Καλημέρα. Προσωπικά δε με ένοιαξε και ιδιαίτερα. Είχα ήδη τις παρέες μου, το γκόμενό μου, το κύκλο μου και μόνη μου ουδέποτε υπήρξα, ούσα φύσει κοινωνικό και με μπόλικο χιούμορ παιδί.

Ξέρετε τι έγινε στο τέλος;

Στο Σεμινάριο κόπηκε -μεγάλη ντροπή για μεταπτυχιακή φοιτήτρια- σχεδόν δε γίνονται αυτά. Η άλλη κοπέλα της βρήκε και τα δικά της επίσης μη αληθή ελαττώματα και τα συζήτησε με την τρίτη, τέταρτη, πέμπτη και τελικά η Χλόη, έμεινε τόσο μόνη όσο την είχα βρει εγω στην αρχή και της είχα απλώσει το χέρι. Μόνο που τώρα, εγώ είχα τελειώσει και δεν ήμουν εκεί να την συνεφέρω λίγο και να της δώσω το θάρρος που χρειαζόταν για να ξεδιπλώσει και πάλι τα ταλέντα της.

Κάπως έτσι μπαίνουν στις ζωές μας ντροπαλές υπάρξεις, κουλτουριάρες και ποιοτικές, που διαβάζουν ποίηση και λογοτεχνία και το παίζουν οι εύθραστες και οι σεμνές, οι χαμηλών τόνων και οι χαμηλοβλεπούσες, που έχουν εκλεπτυσμένο χιούμορ (αλλά δε δέχονται το χιούμορ των άλλων) και ακούνε μόνο έντεχνη μουσική και που τις ενοχλεί η αγένεια (έτσι μεταφράζουν την ειλικρίνεια) και η ειρωνία, που όμως, με τη πρώτη ευκαιρία θα βγάλουν το μαχαίρι να στο καρφώσουν όχι στο στήθος, γιατί εκεί τα κότσια δε τα έχουν, αλλά στη πλάτη. Όταν δε βλέπεις, όταν είσαι απασχολημένος με άλλα πράγματα. Και κρυφογελάνε γιατί νομίζουν πως κάτι πέτυχαν. Κρυφογελάνε και προσπαθούν να φτιάξουν και κλίκα για να κρύψουν εκεί πίσω τις αδυναμίες, τα ελαττώματα και τις υπερβολικές ελλείψεις τους, σαν άνθρωποι...
Και εν τέλει ξεμπροστιάζονται μόνες τους...

Κι αν νομίζετε...πως συνεχίζω να σας μιλάω για τη Χλόη, είστε πολύ γελασμένοι...

9 Φεβρουαρίου 2012