Αλληλοσκίσιμο

Πόσα couλά μπορεί να αντέξει μια καθημερινή φτωχή Coula; Νομίζω πως ο μέγιστος ανεκτός αριθμός είναι το τρία. Και δεν αναφέρομαι στα τρία που παίρνουμε συνήθως...(γενικώς και ειδικώς) αλλά στα τρία μαζεμένα couλά που έτυχαν μια ομολογουμένως δύσκολη μέρα. Τώρα όταν λέω τρία, εννοώ τρία βαρβάτα couλά, πασπαλισμένα όμως με καμιά δεκαριά μικρά. Καλά είναι, εφόσον επιβιώσαμε και σήμερα, να λέμε και δόξα τω θεώ και να κάνουμε και καμια γονυκλισία για την ψυχή της γιαγιάς που δεν έφυγε ακόμη!

Πάμε λοιπόν, έτσι για να χαρούν λίγο και οι οχτροί μας!

Το πρωί η Coula δεν χρειάστηκε να ξυπνήσει από το αξημέρωτο, γιατί πολύ απλά δεν κοιμήθηκε τη νύχτα. Ο Μορφέας αποφάσισε να έρθει κάπου στις 3 αλλά τον έδιωξα κλωτσηδόν μπας και οργανώσω λίγο το μυαλό μου. Η σημερινή μέρα ήταν μια μέρα ιδιαίτερη, σαν κι αυτές που λες: Σήμερα ή θα τους σκίσω ή θα με σκίσουν. Τελεία και παύλα. Έλα όμως που τις περισσότερες φορές γίνονται και τα δύο και μάλιστα με επαναλαμβανόμενη ροή και χωρίς σταματημό, με καθόλου μα καθόλου ευχάριστο συναίσθημα. Κοινώς, ούτε τσιγάρο δε θες να ανάψεις μετά...τόσο χάλια!

Για να είναι στον χώρο της δοκιμασίας στις 9, η Coula έπρεπε να ξεκινήσει περίπου στις 8, δεδομένου πως χρησιμοποιεί τα ΜΜΜ και κυρίως το μετρό, που όσο να' ναι είναι και γρήγορο και εξυπηρετικό μέσο. Επειδή όμως, σήμερα ειδικά, το άγχος μας κατακυρίευσε, είπε η δικιά μας να ξεκινήσει 7 για να φτάσει λίγο νωρίτερα, να πάρει τις ανάσες της, να κάνει την αυτοσυγκέντρωσή της, να κάνει την πρωινή προσευχή της στα θεία και να μπει να αντιμετωπίσει τα θηρία που λέγαμε τις προάλλες. Δεν είχε υπολογίσει όμως τους φίλους της τους επαναστάτες. Έτσι η ενδεχόμενη τοποθέτηση βόμβας στο μετρό επέφερε την ακινητοποίηση του συρμού μεταξύ Συντάγματος και Ευαγγελισμού. Επήλθε το χάος.

Ευτυχώς ο χρόνος αναμονής του θανάτου μας ή της συνέχισης της ζωής μας, ήταν μηδαμινός. Μόνο ένα τέταρτο κατάφερε να πείσει ο πλακατζής που παίρνει τηλέφωνο και ειδοποιεί για βόμβα! Ένα τέταρτο που αρκεί για να δεις ανθρώπους να υστεριάζουν, ηλικιωμένους να εμφανίζουν από το πουθενά την Αγία Γραφή και τα τηλέφωνα να παίρνουν φωτιά, (όσο επιτρέπει το σήμα πατάτα) ειδοποιώντας τους συγγενείς και φίλους, πως ίσως και τα πούν στην άλλη ζωή, αν υπάρχει βεβαίως βεβαίως!

Όταν ο συρμός συνέχισε το ταξίδι του, συνέχισε να κυλά και η καθημερινότητα μετά απο το pause. Οι άνθρωποι σαν μυρμήγκια απλώθηκαν προς όλες τις εξόδους για να τρέξουν να προλάβουν τη δουλειά τους. Η Coula περίμενε ένα λεωφορείο για να φτάσει στο τόπο των βασανιστηρίων. Αν θεωρείτε πως το λεωφορείο ήρθε, είστε γελασμένοι. Στο καπάκι έσκασε λοιπόν το δεύτερο couλό. Περνάνε δέκα λεπτά, τίποτα! Περνάνε είκοσι λεπτά, τίποτα! Περνάει μισή ώρα, τίποτα. Ο χρόνος αρχίζει να πιέζει επικίνδυνα! Δε μένει άλλη λύση, παρά τα ρημαδιασμένα ταξί, που καθόλου δε τα χωνεύω!

Με αυτά και με εκείνα, κουνάμε χεράκι και τσουπ σταματάει ένας τύπος, ο Ευλάμπης, που άκουγε Γονίδη 8:30 το πρωί για να ανοίξει το μάτι του και κάπνιζε ωσάν το φουγάρο μιας παγερής καλύβας στα μέσα της βαρυχειμωνιάς. Άρχισε λοιπόν να με κοιτά από τον καθρέφτη και να απολογείται που κάπνιζε λέγοντας:
-Το ξέρω πως απαγορεύεται, αλλά δε παλεύεται βρε κοπελιά. Τόσες ώρες στο τιμόνι, τι να κάνω; Αν σταματάω συνέχεια για τσιγάρο το έχασα το μεροκάματο.
-Δε με πειράζει, απάντησα σαστισμένη, καθώς ήδη τα ρούχα μου άρχισαν να μυρίζουν καπνό.
Πάει λέω η καλή η εντύπωση, θα με περάσουν για τρελή μαστούρω τα θηρία και θα έχουν και δίκιο! Αλλά από την άλλη, ήδη το άγχος κόντευε να παραλύσει τα άκρα μου, και δε με άγγιζε τίποτα πια, ούτε καπνοί, ούτε Γονίδης, ούτε θηρία!

Στα δγιάλα όλα, αν αποτύχω, αν κακοχαρακτηριστώ, αν βρωμάω σαν καπνεργάτης, αν αργήσω! Ένα σύννεφο απογοήτευσης ήρθε και κάλυψε όχι μόνο την όρασή μου, αλλά και όλο μου το είναι. Δεν έβλεπα, δεν ακουγα, δεν μύριζα. Απλά πήγαινα. Όλες οι γνώσεις μου κρύφτηκαν πίσω από ένα λευκό σεντόνι, και μεταμορφώθηκαν σε στίχους λαϊκούς γεμάτους νταλκά. Κι εκείνο το τέταρτο μετάνιωσα για πολλά πράγματα, και άρχισα να νιώθω τις χειρότερες τύψεις για πράγματα μικρά ή και μεγάλα, φτωχά ή ακριβά, άρχισα να σκέφτομαι ανθρώπους που χαθήκαν πρόωρα και δεν πρόλαβαν να ζήσουν τίποτα, άρχισα να σκέφτομαι περίεργα όνειρα που έβλεπα παιδί, φίλους που χαθήκαμε, έρωτες που απογοήτευσα και με απογοήτευσαν.

Τελικά η βόμβα που δεν έσκασε στο μετρό, έσκασε ακριβώς μέσα στο μυαλό μου. Κι ήταν τέτοιος ο κρότος της και τόσος ο πόνος της που αναρωτιόμουν αν έπρεπε να συνεχίζω με τον -πως τον είπαμε-ταξιτζή ή να του πω να με γυρίσει πίσω στο μετρό! Ξύπνησα από τον λήθαργο μόλις ο ταριφάκος έφτασε και χαμογελώντας εκθείαζε το πόσο γρήγορα διάνυσε την απόσταση ενώ η κίνηση καλά κρατούσε. Πλήρωσα και βγήκα και με τον απαλό αέρα να με χτυπά στη μούρη, κάπως συνήλθα.

Είχα πολύ λίγο χρόνο για να προλάβω την εξέταση, αλλά πολύ μεγάλη ανάγκη για καφέ. Τρέχω στο κυλικείο, αγοράζω έναν, πληρώνω και κατευθύνομαι προς την αίθουσα ρουφώντας μεγάλες ρουφηξιές καφέ(σύστοιχο το αντικείμενο). Ώσπου έρχεται και δένει το γλυκό. Σε μια απότομη στροφή και μέσα στον πανικό των δευτερολέπτων που απέμεναν, ένας γλυκός τυπάκος στρίβει απότομα και πέφτει πάνω μου, προσγειώνοντας έναν φρέντο καπουτσίνο πάνω μου. Με λούζει κυριολεκτικά και με γεμίζει παντού καφέ στάμπες. Ευτυχώς που μύριζαν καφέ γιατί άνετα θα τις περνούσες για τσιρλιό.

Καταφτάνω διόλου κιουρία, μα μέσα στη βρώμα και τη δυσωδία στην αίθουσα. Δεν ξέρω πια τι με ενοχλούσε περισσότερο! Η καπνίλα του Ευλάμπη; Ο καφές στα ρούχα μου; Ή μήπως τα ποδια μου που τρέμανε; Μπαίνω μέσα. Τα θηρία με βλέπουν γεμάτα οίκτο. Εξηγώ πως είχα κάποιες ατυχίες, μου δίνουν δέκα λεπτά να προετοιμαστώ και ξαναβυθίζομαι στις σκέψεις που με τρέλαναν και μέσα στο ταξί. Παίρνω θέση, παίρνω μια ανάσα και εύχομαι να με πλημμυρίσουν οι ευχές σας και η θετική σας ενέργεια. Και ως εκ θαύματος άρχισε το σκίσιμο κι εγώ βγήκα αλώβητη. Με μιαν ανάσα άρχισα να υποστηρίζω ό,τι έπρεπε να υποστηρίξω και σταματημό να μην έχω. Μπουρου μπουρου αυτοί; Μπουμπου μπουρου κι εγώ. Απορίες αυτοί, απαντήσεις εγώ.

Το μαρτύριο τέλειωσε μετά από ένα δίωρο. Μάζεψα τη πραμάτεια μου και με ψηλά το κεφάλι αποχώρησα για το σπίτι. Χρειαζόμουν ένα μπάνιο και ύπνο, βαθύ και ασταμάτητο. Ε κάπου εκεί, ξεκίνησαν τα μικρά κουλά, καθώς κάπου ξέχασα μια τσάντα με ένα βιβλίο αξίας 122 ευρώ, που το βρήκαν ευτυχώς και με ενημερωσαν να παω να το πάρω, έλαβα ένα τηλεφώνημα που με ειδοποιούσε πως έπρεπε να κατέβω επαρχία άμεσα γιατί η γιαγιά (παρόλες τις γονυκλισίες μου) αργοπεθαίνει και έφυγα άρον άρον, μα έφαγα στο δρόμο άλλη μια δίωρη αναμονή λόγω των φορτηγατζήδων που έκλειναν την Εθνική, βρίζοντας και διεκδικώντας τα δίκια τους, (τι να κάνουν κι αυτοί; πως να διαμαρτυρηθούν διαφορετικά;) και φτάνω κατάκοπη στο πατρικό, μπουκάρω στο δωμάτιο της γιαγιάς και την βλέπω να μου χαμογελά δαιμονικά λέγοντας:
-Μόλις μου είπαν πως έρχεσαι, κάπως συνήλθα! Τι μυρίζει; Ηπιες καφέ; Δε πιστεύω να καπνίζεις...

Τη σκοτώνεις για δε τη σκοτώνεις? Της σκάω ένα φιλί και ανεβαίνω στη μαμά, που με ενημερώνει περίλυπη πως τελικά σύνταξη γιοκ γιατί της λείπει η προϋπόθεση της ηλικίας και πρέπει να περιμένει άλλα πέντε χρόνια και ως τότε "βοήθα κοριτσάκι μου", και τέλος με ενημερώνει πως και ο πατέρας σκούρα τα πράγματα με τη δουλειά του.

Δεν άντεξα τόσες μαζεμένες κακές πληροφορίες. Φορτώθηκα με τόσες έγνοιες που ο ύπνος το μεσημέρι δε με πήρε τελικά και σερνόμουν και σέρνομαι με κάτι απαίσιους μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια αλλά και με μια ελπίδα πως ίσως αύριο να μπορέσω να χαρώ την δική μου επιτυχία.
Ίσως και όχι...

Αλλάξανε τα πλάνα μου,
θα κοιμηθώ στη μάνα μου!

Καλό σας βράδυ

21 Σεπτεμβρίου 2010