Πρωινά καλικαντζαράκια

Παραμονή Θεοφανείων σήμερα και χτες διάβαζα ένα πανεπιστημιακό σύγγραμμα σχετικά με τα ήθη και τα έθιμα της Ελλάδας. Δε θα σας αναλύσω τι μου έκανε εντύπωση γιατί πολλοί άθεοι θα τρίβετε τα χέρια σας με χαμόγελο καλικαντζάρου. Διαβασα πολλά και απίστευτα που απομυθοποιούν λίγο τη θρησκεία και τις απόψεις της για σημαντικά ζητήματα.

Και κάπως έτσι σήμερα το πρωί από το αξημέρωτο ακούω τη φωνή της μάνας τσιριχτή να ουρλιάζει:
-Coula σήκωωωωωωω σε λίγο θα έρθει ο παπάς.
-Τι να κάνει ρε μάνα ο παπάς στο σπίτι; Η γιαγιά πάει και πέθανε, ποιον θα κοινωνήσει; απαντάω μεταξύ ύπνου και ξύπνιου.
-Σήκω βρε παιδί μου, να μαζέψουμε το δωμάτιο σου. Θα έρθει με τον μεγάλο αγιασμό να αγιάσει το σπίτι και να διώξει τους καλικαντζάρους, συνεχίζει ακάθεκτη η μάμη.
-Ρε μάνα, δε μας χέζεις πρωί πρωί; Σιχτίρισα κι εγώ.

Ήταν η ώρα 7:30. Και το μάτι δεν άνοιγε κουλοί μου αναγνώστες. Χτες βράδυ ξαγρύπνησα. Είμαι και στις δύσκολες γυναικείες μέρες μου και όσο να' ναι λίγο χουζούρι στο κρεβάτι το θες, με τόσο κρύο και τόσο νωρίς το πρωί. Για να μην αρχίσω τις πρωινές μου φασαρίες, σηκώθηκα νωχελικά και τράβηξα το πονεμένο μου κορμί προς το μπάνιο. Εκεί άρχισε ο δεύτερος γύρος με τη μαμά να διατάζει ωσαν τον Χίτλερ.

-Έλα γδύσου, άλλαξε ρούχα.
-Ασε με χριστιανή μου πρωινιάτικο, φώναξα.
-Έλα Coula, θέλω να βάλω πλυντήριο με όσα ρούχα είναι για πλύσιμο να μην μείνει τίποτα βρώμικο μέχρι να έρθει ο παπάς, συνέχισε το χαβά της.
-Ρε μάνα ειλικρινά χέσε με σε παρακαλώ, να πιω λίγο καφέ, να ανοίξει το μάτι και μου τα λές όλα, άρχισα κι εγώ να ουρλιάζω.
-Α Coula δεν υποφέρεσαι! Ψιθυρίζει και φεύγει από το οπτικό μου πεδίο.

Προς στιγμήν με άφησε ήσυχη. Πήρα το μπάνιο μου και κατευθύνθηκα προς τη κουζίνα. Ανάβω το γκαζάκι και βάζω νερό να βράσει. Ένας νες μέτριος με γάλα, είναι ό,τι πρέπει για να ξυπνήσεις φυσιολογικά σαν άνθρωπος και όχι σαν καλικάντζαρος. Παίρνω μια κούπα, ρίχνω μια κουταλιά καφέ, μισή ζάχαρη και αρχίζω να χτυπάω το περιεχόμενο με μια κουταλιά νερό για να κάνω το λατρεμένο αφρό, που σχεδόν ποτέ δεν τον πετυχαίνω το πρωί. Βράζει το νερό και ανοίγω το ψυγείο. Βγάζω ένα κουτάκι γάλα και πάω να ρίξω λίγες στάλες στη κούπα. Και ξαφνικά πάνω στην πρωινή ιεροτελεστία της προετοιμασίας του καφέ, ακούω τα βήματά της πίσω μου!

-Ιιιιιιιιιιιιιιιι Coula, τι κάνεις εκεί;φωνάζει
-Τι κάνω ρε μάνα; Ένα καφέ φτιάχνω. Απάντησα ενοχικά.
-Σήμερα είναι άλαδη νηστεία. Μα καλά δε ντρέπεσαι; άρχισε πάλι τις υστερίες.
-Ε καλά ρε μαμά, μια στάλα γάλα δεν πιάνεται, ίσα για να πιω το καφέ μου και θα ακολουθήσω κι εγώ τη νηστεία, απάντησα σιχτιριζοντας την ωρα και τη στιγμη που δεν εγινα Βουδιστρια.
-Καλά, άντε δε πειράζει. Είσαι και αδιάθετη. Αλλά βγάλε τις πυτζάμες σου να τις πλύνω και φόρα τα ρούχα σου, μη σε βρουν οι καλλικάντζαροι έτσι.
-Γιατί θα μου τη πέσουν οι καλικάντζαροι; Άσε με χριστιανή μου, να ξυπνήσω λέμε! Κάπου εδώ αρχίζω να την παίρνω στην πλάκα γιατί όσο να' ναι είχα ξυπνήσει και συνειδητοποιήσει πως δεν παλεύεται η μάνα μου!
-Βρε Coula, θα έρθει ο παπάς να αγιάσει, να σε βρει με τις πυτζάμες; Συνέχιζε.
-Το θέμα είναι να μη με βρει ο παπάς με τις πυτζάμες ή οι καλικάντζαροι; Διαγωνισμός ποια θα τρελάνει ποια.

Παιδιά, η μάνα μου δεν υποφέρεται. Ειλικρινά θα προτιμούσα να είμαι ορφανό κάτι τέτοιες στιγμές. Έβγαλα τις πυτζάμες, φόρεσα ρούχα, έβαλα σκούπα στο δωμάτιο, έκανα τζάμια, καθάρισα τα πάντα και περίμενα τον παπά, να έρθει να διώξει τους καλικαντζάρους. Εδώ παπάς, εκεί παπάς, που είναι ο παπάς; Παπάς δε φάνηκε, μέχρι τη στιγμή που γράφω την ανάρτηση. Αν ερθει αργότερα θα σας ενημερώσω! Διαφορετικά, ουέ κι αλίμονο, όλη τη χρονιά, το σπίτι μας το πατρικό, θα γίνει άντρο των καλικαντζαραίων.

5 Ιανουαρίου 2011