Το βρακί

Η μικρή Ελπίδα με την συγκατάθεση των γονιών της, αποφάσισε για πρώτη φορά να πάει στην κατασκήνωση. Το ήθελε από την Γ Δημοτικού, αλλά οι γονείς την θεωρούσαν πολύ μικρή. Εκείνη ωρυόταν πως πάει η διπλανή της και ηθελε να πάει κι εκείνη! Αφού είδαν κι απόειδαν οι γονείς της, την έστειλαν.

Οι γονείς της Λαμπρινής, τους διαβεβαίωσαν πως δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, το περιβάλλον είναι ασφαλές, οι ομαδάρχισσες είναι όλες εκπαιδευτικοί και ήξεραν την παιδική ψυχολογία και θα είχε και για παρέα την διπλανή της στο σχολείο. Έτσι κατέφτασαν τα δυο κορίτσια χαρούμενα και ορεξάτα για νέες περιπέτειες.

Η Λαμπρινή πήγαινε πολλά χρόνια στη κατασκήνωση και ήξερε σχεδόν όλα τα παιδιά. Η Ελπίδα δεν ήξερε κανένα, αλλά με τη βοήθεια της φίλης της γρήγορα εντάχθηκε στη παρέα. Τα δυο κορίτσια κοιμούνταν δίπλα δίπλα και ήταν φανερό πως τα έδενε μια φιλία, ιδιαίτερη. Στα ομαδικά παιχνίδια η Λαμπρινή ήταν λίγο ατσούμπαλη, αλλά με την βοήθεια της Ελπίδας πάντα κατάφερνε να περάσει όλες τις δοκιμασίες και να κερδίζει η ομάδα τους.

Το πιο διασκεδαστικό απ' όλα σε αυτή τη κατασκήνωση, ήταν το Ταχυδρομείο. Πρόκειται για ένα μεγάλο χαρτόκουτο που το είχαν περιτυλίξει με φανταζί χαρτί και είχε μόνο μια μεγάλη σχισμή μπροστά και μια χάρτινη πορτούλα από πίσω όπου και άνοιγε. Όλα τα παιδιά μπορούσαν να στέλνουν γράμματα το ένα στο άλλο, με τα νέα τους, με ζωγραφιές και με δωράκια.
Κάθε απόγευμα στις 5 το Ταχυδρομείο άνοιγε και κάθε παιδί έπαιρνε την αλληλογραφία του.

Η Ελπίδα άρχισε από την δεύτερη ήδη μερα να παίρνει πάρα πολλά γράμματα και δωράκια. Έπαιρνε το απογευματινό της, και διάβαζε ήσυχα κι ωραία τα γράμματα από τα άλλα παιδιά. Έγραφε κι αυτή μερικά. Η Λαμπρινή όμως σπάνια δεχόταν γραμματάκι και αναγκαζόταν να βλέπει τη φίλη της να διαβάζει τα δικά της και να την βοηθάει με τους φακέλους ή να της δείχνει τα παιδάκια που της έστελναν τα γράμματα, γιατί η Ελπίδα δεν τα ήξερε όλα.

Μέσα της όμως η Λαμπρινή, έβραζε. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως την Ελπίδα την συμπαθούσαν όλοι και της έστελναν τόσα γράμματα, ενώ η ίδια που είχε πιο πολλά χρόνια στη κατασκήνωση και ήξερε όλα τα παιδιά είχε το πολύ ένα ή δυο γράμματα κάθε μέρα.

Κάποιο βραδάκι, όταν τα παιδιά της ομάδας ετοιμάζονταν για ύπνο, η Λαμπρινή πήγε στη τουαλέτα να πλυθεί και βρήκε πεσμένο κάτω ένα βρακί. Κάποιο παιδί προφανώς,είχε πάει να αλλάξει βρακί, του έπεσε, δε το είδε κι έτσι το βρακί έμεινε εκεί. Η Λαμπρινή έτρεξε στον θάλαμο και άρχισε να χαχανίζει με τα συνομαδόπουλα. Τίνος είναι το βρακί; Κανείς δεν απαντούσε. Μα ρε παιδιά, δε μπορεί, κάποια άφησε το βρακί της στη τουαλέτα. Τσιμουδιά, καμία δεν έπαιρνε την ευθύνη του βρακιού.

Το θέμα βρακί έμεινε στο επίκεντρο των συζητήσεων για πολλές μέρες. Και φυσικά άρχισαν να ακούγονται διάφορα κουλά. Πως το βρακί ήταν κατουρημένο, χεσμένο και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Ντροπή, ποια πέταξε το βρακί της, γιατί δεν το λέει ? Δεν γίνεται να τελειώσει η κατασκηνωτική περίοδος και να μην μάθουμε ποια παράτησε το βρακί της στη τουαλέτα.

Οι μέρες περνούσαν, το μυστήριο του βρακιού παρέμενε άλυτο. Η Ελπίδα ένα βράδυ δεν άντεξε την τόση ντροπή, πήρε τη φίλη της παραπέρα και της εκμυστηρεύτηκε πως το βρακί ήταν δικό της και πως κατά λάθος της έπεσε στην τουαλέτα. Ούτε που το πήρε είδηση πως της έπεσε. Δεν το είχε φορέσει, δεν ήταν βρώμικο και δεν κατάλαβε πως το άτιμο γλίστρησε μέσα από την πετσέτα που το είχε βάλει κι έπεσε στο πάτωμα.

Η Λαμπρινή την άκουγε υπομονετικά και την διαβεβαίωσε πως δεν πρέπει να στεναχωριέται και ούτε πρέπει να το μάθει κανείς γιατί θα την κορόιδευαν. Η Ελπίδα συμφώνησε να μείνει το κοινό τους μυστικό.

Οι μέρες περνούσαν, το βρακί ξεχάστηκε και η Ελπίδα συνέχισε να γίνεται πολύ αγαπητή και να δέχεται πολλά γράμματα. Αλλά και η Λαμπρινή σιγά σιγά δεχόταν αρκετά γράμματα. Καθισμένες κάτω από ένα δέντρο διάβαζαν την αλληλογραφία τους κι ετοίμαζαν τα γραμματά τους.

Την προτελευταία μέρα κι ενώ οι φιλίες με τα παιδιά είχαν δυναμώσει μέσα από όλες τις δραστηριότητες, τα παιχνίδια και τις ομάδες, η αρχηγός ανακοίνωσε πως ήταν η τελευταία μέρα που θα γράφανε τα παιδιά γράμματα. Την επόμενη μέρα θα έστελναν απλά ένα κείμενο που θα έγραφαν πως περασαν, τι τους άρεσε, τι δεν τους άρεσε και που θα απευθυνόταν σε όλη τη κατασκήνωση.

Εκείνο το προτελευταίο απόγευμα η Ελπίδα έλαβε γράμματα σχεδόν από όλα τα παιδιά της κατασκήνωσης με ευχές για καλό υπόλοιπο Καλοκαίρι και ραντεβού του χρόνου, ανταλλαγές τηλεφώνων, εκδηλώσεις αγάπης και φιλίας, δωράκια και άλλα χαριτωμένα. Η Λαμπρινή δεν έλαβε ούτε ένα. Για πρώτη φορά δεν κάθισε μαζί με την Ελπίδα για να γράψουν μαζί το γράμμα για την κατασκήνωση, αλλά έκατσε μόνη της. Όμως την Ελπίδα αμέσως την πλησίασαν άλλα παιδιά και με πολλά γέλια, και καλή διάθεση γράψανε όλα μαζί το κείμενο.

Το τελευταίο βράδυ όταν ανοίχτηκαν τα γράμματα συνέβη μια μεγάλη αποκάλυψη:

Το γράμμα της Ελπίδας έγραφε: Ευχαριστώ τη φίλη μου Λαμπρινή που εξαιτίας της βρέθηκα εδώ και περασαμε τόσο όμορφα! Είναι η καλυτερή μου φίλη και την αγαπώ πολύ!

Το γράμμα της Λαμπρινής έγραφε: Το χεσμένο βρακί που βρέθηκε πεταμένο στις τουαλέτες ήταν της Ελπίδας!

ΥΓ Εμπιστοσύνη ούτε στο κώλο σου! Σοφή κουβέντα!

26 Σεπτεμβρίου 2010