Οι Cούλες του Γεννηματά (Ι)

Πρίν λίγες μέρες η Coula μας υπέστη μία ακόμη κουλή ταλαιπωρία που νομίζω πως αξίζει το κόπο να σας την παρουσιάσω!

Χώρος: Νοσοκομείο Γεννηματάς
Χρόνος: Μια Κυριακή

Κυριακή πρωί ήταν το ραντεβού του κουλομπαμπά μου, με τα αποτελέσματα του φούμαρε άλλο ένα πακετάααακι τσιγάρα. Ξεκινήσαμε πολύ νωρίς για να φτάσουμε έγκαιρα στα εξωτερικά ιατρεία του Γεννηματάς και να φτιάξουμε το εισιτήριο. Μη χάσουμε και τη θέση! Τι ωραία που τα λένε στο νοσοκομείο ε; Να πηγαίνεις για να σε ανοίξουν στο χειρουργείο και με το άκουσμα της λέξης εισιτήριο να νιώθεις πως θα δεις το λιγότερο Ρουβά με σκισμένο πουκάμισο να χτυπιέται σε ρυθμούς Και σε θέλω σαν τρελός εγώ, σε γυρεύω, ψαχνω να σε βρω, ελα λιγο, ελα πιο κοντά, αγγιξε με να ανεβω ψηλά.... περιμένω να φανείς εσύ, (αλλά εσύ δε φαίνεσαι) και το χειρότερο Σεφερλή στο θέατρο! Και χάρηκες; Αμ πως!!! Χειρουργείο θα μπεις και μόνο αυτή θα είναι η είσοδος και χωρίς βεβαιότητα εξόδου, εκτός κι αν είναι εξόδιος ακολουθία. Τέλεια. Να μην ξεχάσω να χτυπήσω ένα θεατράκι κάπου τώρα. Άσχετο, αλλά πάμ' παρακάτω.

Το προγραμματισμένο ραντεβού του κουλομπαμπά για το στεφανιογράφημα και το στεν (;) σταν (;) ή οπως σκατά λέγεται το μπαλονάκι, έφτασε. Τον τακτοποιήσαμε στο κρεβατάκι του και περιμέναμε να τον καλέσουν για να μπει στο χειρουργείο ή τελοσπάντων στον χώρο των επεμβάσεων αυτών. Από το χάραμα ώς τις 7 το απόγευμα, περιμέναμε και περιμέναμε και περιμέναμε! Ο Θεός να το κάνει ραντεβού αυτό που πας στην ώρα σου και χτυπας 12ωρο αναμονής. Και γκόμενος/α να ήταν, θα είχε φύγει και αυτό που λέω είναι στανταράκι!

Η αναμονή στο νοσοκομείο έχει πολύ πλάκα. Θυμήθηκα τώρα την ανάρτηση που είχε κάνει ο Χριστόφορος με τις καρέκλες που έκλεβε για να μπορέσει να εξασφαλίσει μία και να κάτσει δίπλα στην άρρωστη γυναίκα του. Εμείς δεν είχαμε τέτοιο πρόβλημα! Κάθισμα είχαμε, αλλά ήταν απλά σκαμπό. Κι εντάξει όταν είναι να κάτσεις μια ώρα κι αφου φέρεις και το κατιτις σου στον κλινήρη συγγενή, να φύγεις μετά! Τι γίνεται όταν ξενυχτάς τον πεθαμένο;;;; εεεεε τον εγχειρισμένο θέλω να πω;

Τεσπα! Γνωρίσαμε και 2 ηλικιωμένους γείτονες στον θάλαμο! Ο ένας είχε κάνει 7 μπαλονάκια, 2 by pass, μια εγχείριση στο λεπτό έντερο, βηματοδότη, σκωληκοειδίτιδα και λοιπές επεμβάσεις! Ήταν ολόκληρος ένα ιατρικό χειρουργικό εγχειρίδιο. Ήρθε μαζί μας, θα έκανε την ίδια επέμβαση με τον κουλομπαμπά και φύγανε και μαζι. Ο άλλος γείτονας ήταν αρκετά γερασμένος σε ηλικία αλλά τυχερός και δυνατός! Γλίτωσε από του Χάρου τα δόντια πολλές φορές εξαιτίας της γερής του κράσης. Αυτός, είχε και αποκλειστικές νοσοκόμες! Μια την νύχτα και μία το πρωί. Το απόγευμα ήταν κοντά του η γυναίκα του και η κόρη του. Η καρδιά του έτρεχε υγρά, αλλά ο κυρ Κώστας και οι αποκλειστικές του νοσοκόμες θα παρελάσουν στην επόμενη κουλή μου ανάρτηση, γιατί εκεί το πράγμα είχε πολύ γέλιο!

Για να μην τα πολυλογώ στις 7 το απόγευμα μας ενημέρωσε ένας γιατρός πως η επέμβαση θα γίνει το επόμενο πρωί. Εκεί που ο κουλομπαμπάς έφαγε σαν βόδι ό,τι μπορούσε να περιέχει ένας νοσοκομειακός δίσκος γεμάτος αηδίες, και λίγο πριν προλάβει να ρευτεί το κοτόπουλο το ανάλατο και τη κρέμα γλίτσα, ξαφνικά τον καλε'ι ο γιατρός να ετοιμαστεί για την επέμβαση! Μα έφαγα, είπε μπουκωμένος ο ντάντης! Δε πειράζει, πρόσταξε ο γιατρός και αμέσως ξεκίνησε να κάνει ενα ταξιδάκι στον άλλο κόσμο. Ίσως να είναι ο μόνος άνθρωπος πάνω στη γή που μπήκε στο χειρουργείο φαγωμένος. Και μόλις έμπαινε ο άτιμος, μας φωνάζει και μας λέει: Τουλάχιστον αν είναι να πάω, να πάω χορτάτος. Εμ, ήταν νηστικός από το Σάββατο το βράδυ και έπεσε με τα μούτρα στο φαγητό, όταν του μήνυσαν πως τελικά θα τη γλιτώσει για ένα βράδυ!

Λίγο το κακό! Σε τρία τέταρτα βγαίνει από το χώρο της επέμβασης ο ένας και μοναδικός, σούπερ σέξυ γκόμενος, ψηλός, μελαχρινός γιατρός και γενικώς μέσα στα κουλογούστα μου, να μας ενημερώσει πως όλα πήγαν καλά. Πάρε με κι εμένα μέσα, σκέφτηκα, και κάνε μου ό,τι θες, από στεφανιογράφημα, μέχρι ανοιχτή εγχείριση καρδιάς γιατρέ ανεπανάληπτε!!!! Όμως γρήγορα συνήλθα από τον σεξουαλικό μου παροξυσμό μιας και τις σκέψεις μου διέλυσε η όψη του κουλομπαμπά που εμφανίστηκε πάνω σε ένα φορείο, εμφανώς χεσμένος από το φόβο του.

Εκείνο το βράδυ έμεινα εγώ στο πλευρό του, στο μικρό σκαμπό που σου πιανόταν ο κώλος στο λεπτό, σε σημείο που να προτιμάω να κόβω βόλτες στον διάδρομο, παρά να κάθομαι εκεί. Χιλιόμετρα ολόκληρα διάνυσα εκείνη την απίστευτη νυχτιά. Ήπια λίτρα τα νερά. Έψαξα μάταια αλλά απεγνωσμένα μία καθαρή τουαλέτα....και τελικά κατούρησα πίσω από κάτι θάμνους τρεις τη νύχτα, με κίνδυνο να με περάσουν στην καλύτερη για κλέφτρα, στην χειρότερη για ανώμαλη.

Και εκεί που ξενυχτούσα και πηγαινοερχόμουνα στους άδειους διαδρόμους, την βλέπω από μακριά. Ήταν ο άνθρωπός μου. Ήταν η σωτηρία μου απο μια βραδιά πηγαινέλα στο μούγκα. Και ήταν και η πιο κουλή Κούλα που έχω γνωρίσει στη ζωή μου! Καθόταν στο τέλος του διαδρόμου. Είχε πολύ κοντό μαλλί. Πενηντάρα και βάλε ή βγάλε αλλά κάπου εκεί. Με ένα κόκκινο μακρύ παλτό να αγκαλιάζει τα χοντρά της μπουτάκια, ενώ από μέσα φορούσε ένα μίνι ως το κώλο και ένα στενό μπλουζάκι που αν το στήθος της θα είχε χέρια θα την πλάκωνε στο ξύλο τόσο που το πίεζε. Νατη, μου κάνει νόημα να πλησιάσω!

Δεν είχα όρεξη για κουβέντες, αλλά δε μπορούσα να αντισταθώ σε τόση κουλαμάρα. Αμέσως σκέφτηκα το ιστολόγιο και πως αυτό έπρεπε να καταγραφεί. Την πλησιάζω! Και αρχίζουμε να συζητάμε. Είχε τη μάνα της στην εντατική και η μάνα της ήταν αυτή που όλη μέρα τη φώναζε πουτάνα και αναρωτιόμασταν όλοι ποια παλιόγρια βρίζει έτσι τη κόρη της και μάλιστα μέσα από την Εντατική με το εναμιση πόδι στο τάφο.

Η δικιά μου, μου εκμυστηρεύτηκε πως έχει ένα μπαρ τα τελευταία δέκα χρόνια, ενώ πριν δούλευε σε μπαρ. Πίσω από το μπαρ; Τη ρώτησα εγώ η αφελής! Όχι, πάνω στο μπαρ, μου απάντησε εκείνη με μια τσαχπινιά στο βλέμμα και μια πικρή νοσταλγία για τα βιδωτά, κοφινάτα, τριζάτα και λοιπές στάσεις του χορού στο στύλο και του σεξ που από καιρό τώρα είχε θυσιάσει στο βωμό της επιχειρηματικότητας. Είσαι παντρεμένη; Ξαναρώτησα το ζώον. Δε παντρεύομαι εγώ, απάντησε η θεά, είμαι γυναίκα της νύχτας και του έρωτα. Χμ, και θα ήθελες να γεράσεις μόνη σου; Δεν θα γεράσω ποτέ, είπε και μελαγχόλησε η ματιά της. Δεν την πίεσα άλλο, την άφησα εκεί στο τέλος του διαδρόμου να κοιτάζει έξω το βροχερό ξημέρωμα και γύρισα στο couλομπαμπά που ροχάλιζε σαν τρακτέρ.

Μόλις ξημέρωσε για τα καλά, η δικιά μου έφυγε από το νοσοκομείο, πήγε να ετοιμαστεί για τη κηδεία της μάνας της, ενώ εγώ ετοίμαζα το δικό μου μπαμπά, όχι για την κηδεία του, (που αν συνεχίσει να καπνίζει θα τη ζήσουμε κι αυτή) αλλά για την πρώτη του βόλτα στον διάδρομο της Καρδιολογικής κλινικής.

(συνεχίζεται οπωσδήποτε...)

2 Φεβρουαρίου 2011