Οι Cούλες του Γεννηματά (ΙΙΙ)

Σύνδεση με τα προηγούμενα: Ο πατέρας μου πριν λίγες μέρες εισήχθη στο νοσοκομείο Γεννηματάς και του τοποθέτησαν μπαλονακι σε μια βουλωμένη αρτηρία του, από το τσιγάρο. Στον ίδιο θάλαμο είχε συγκάτοικους στη τρέλα τον κυρ Γιώργο και τον Κυρ Κώστα. Ο τελευταίος μας έχεσε κυριολεκτικά και η νυχτερινή αποκλειστική νοσοκόμα έκανε τα αδύνατα δυνατά μαζεύοντας το σκατό του, μα όχι και τις μυρωδιές που αναδύονταν στον θάλαμο και με έκαναν να θέλω να πεθάνω από ασφυξία. Τί γίνεται όμως όταν τελειώνει η βάρδια της νυχτερινής αποκλειστικής Κούλας κι έρχεται η σειρά της πρωινής Κουλάρας;
______________

6:30 πρωινή. Μια γυναίκα περίπου στα 150 κιλά σέρνεται κυριολεκτικά στους διαδρόμους της κλινικής. Μαζί της σέρνει και μια τσάντα γεμάτη καλούδια που θα αποκαλύπτονται και θα εξαφανίζονται σιγά σιγά. Η Κουλάρα, μας καλημερίζει. Κοιτάει με περίεργο βλέμμα τον πατέρα μου, τον κυρ Γιώργο και μετά τον ασθενή της, τον κυρ Κώστα. Τον ρωτάει αν έχεσε καλά τη νύχτα. Εκείνος λαγοκοιμάται και την διαολοστέλνει. Φοράει τη ποδιά της που μαλλον με σεντόνι έμοιαζε παρά με ιατρική ποδιά. Αράζει στην καρέκλα (τη μοναδική του θαλάμου) βγάζει ένα σταυρόλεξο και αρχίζει.

Ξαφνικά τα καλούδια αρχίζουν να αποκαλύπτονται! Ξεκινάει με μπισκοτάκια. Μασουλάει με πρωινή όρεξη ελέφαντα. Εγώ να θέλω να κάνω εμετό από τη σκατίλα κι εκείνη αμέριμνη βουτάει τα γεμιστά μπισκότα της, μέσα στον φρέσκο καφέ της και μασουλάει. Ο πατέρας μου έχει ξυπνήσει κι αρχίζει να την πειράζει! Είναι υπερκοινωνικός κι αυτός.

-Πείνασες; Το τρως ολο το φαί σου;
-Το δικό σου πάντως δεν θα το πειράξω!

Εγω αρχίζω να κοκκινίζω και να του τραβάω τη κουβέρτα για να σκάσει. Εκείνος χαμογελάει. Ο κυρ Γιώργος από την αλλη άκρη του θαλαμου, αρχίζει τις ερωτήσεις!

-Είσαι παντρεμένη;
-Όχι.
-Χωρισμένη;
-Όχι!
-Τότε τι είσαι;
-Ελεύθερη κι ωραια!

Χασκογελάνε και οι 3 γέροι! Ο κυρ Κώστας έχει ξυπνήσει κι αρχίζει να συμμετέχει στη κοροϊδία! Εγώ βγαίνω για καφέ και αναρωτιέμαι πόσο ασφαλής είναι η Κουλάρα με τρεις αγενέστατους γέρους που την πειράζουν. Επιστρέφω γρήγορα! Εκείνη έχει ανοίξει δεύτερο σακουλάκι με κρουασανάκια! Η ατμόσφαιρα του δωματίου μυρίζει τώρα αλλιώς! Σκατίλα, φαρμακίλα και σφολιάτα με μια ιδέα σοκολάτας! Πνίγομαι από την αηδία.
Ο πατέρας μου συνεχίζει! Σα δε ντρέπεται λέω εγώ ο κρετίνος!

-Φουρναρης ήταν ο πατέρας σου;
-Οχι, οικοδόμος.
-Λογικό! Μόνη σου μένεις;
-Γιατί θες να έρθεις για παρέα;

Θέλω να κάνω εμετό, τώρα! Η Κουλάρα τα ρίχνει στο πατέρα μου και οι γέροι ξεκαρδίζονται. Κι ακόμη δεν έχει ξημερώσει για τα καλά!

-Από πού είσαι; Συνεχίζεται η ανάκριση.
-Από την Ήπειρο.
-Από την Ήπειρο ή από την Αλβανία;
-Το ίδιο είναι.

Έλεος! Παρακολουθώ το θέατρο του παραλόγου! Αλλά οι γέροι είναι ορεξάτοι και η Κουλάρα ΑΚΑΘΕΚΤΗ! Θα τους στείλει αδιάβαστους. Και θα έχει και δίκιο η γυναίκα. Βγάζει ένα σακουλάκι με τρία κουλούρια! Αυτα τα πρωινά τα φρέσκα με το σουσάμι! Και αρχίζει να τα μασουλάει. Κι αυτοί συνεχίζουν...

-Για πρωινό τα τρώς αυτά;
-Ναι, κάνω δίαιτα. Είναι καλύτερα από την τυροπιτα που εχει πολλές θερμίδες.
-Και όταν δε κάνεις δίαιτα τι τρως; Τον κουλουρά;

Γελάνε οι τρεις αχαϊρευτοι! Της ζητώ συγγνώμη εκ μερους τους και μου κλείνει το μάτι! Είναι συνηθισμένη από τέτοια πειράγματα! Είναι καλός άνθρωπος αλλά, μα τω θεώ, τρώει πάρα πολύ και τρώει προκλητικά! Μετά τα κουλουράκια έχει σειρά ένα πακέτο φρυγανιές. Αλλά εκεί κάπου φουσκωνει και μειώνει τους ρυθμούς της. Δε σταματάει, απλά μειώνει τους ρυθμούς της. Συνεχίζουν οι βρωμόγεροι.

-Που χωρούσαν όλα αυτά και τα κουβάλησες;
-Στη τσάντα μου.
-Πόσα λεφτά ξοδεύεις για πρωινό;
-Περίπου δέκα ευρώ. Γιατί ρωτάς;
-Γιατί δε συμφέρεις ούτε στο να σε ντύνουν ούτε στο να σε ταϊζουν.

Ο ένας σιγοντάρει τον άλλο. Και οι τρεις κελαηδάνε απίστευτα κακιασμένα! Τι ακούει Θεε μου η γυναίκα; Κι επιτέλους γιατί δε σταματάει να τρώει; Κουράστηκα να βλέπω τις σιαγόνες της να ανεβοκατεβαίνουν με μανία! Επιτέλους κάποια στιγμή τα μαζεύει όλα μέσα στη σακούλα! Παίρνει το σταυρόλεξο και δεν μιλάει για περίπου δυο ωρες!

Οι γέροι να ψιθυρίζουν κι άλλες κακίες.

-Σουτ κάντε ησυχία!
-Μελετάει ο Αινστάιν!
-Πόσα κιλά μυαλό να έχει;
-Πολλά, μάλλον!

Κουράστηκα να τους ακούω και αδυνατώ να γελάσω γιατί φοβάμαι μη παρεξηγηθεί η Κουλάρα και μου αστράψει και καμία! Εύκαιρη με έχει! Κάθομαι στο ένα μέτρο από εκείνη! Μπορεί χαλαρά να μου αστράψει με μια κίνηση ένα φούσκο και να εκσφενδονιστώ από το καρδιολογικό σε άλλο κτίριο και μάλιστα χωρίς αντίδραση γιατί είμαι πτώμα για να αντισταθώ. Είμαι πτώμα για να γελάσω! Είμαι πτώμα για να μιλήσω! Είμαι πτώμα για να βάλω τις φωνές στον πατέρα μου που είναι αγενέστατος. Είμαι πτώμα για να αντιληφθώ πως έχει έρθει ο κούκλος ο γιατρός που λέγαμε τις προάλλες!

Την πλησιάζει, κάτι της ψιθυρίζει και μου φαίνεται προκλητικό. Ξυπνάω και αφουγκράζομαι! Κάτι για ψώνια λένε! Δεν θέλω να πιστέψω πως ο κουκλος μελαχρινός ψηλός γιατρός είναι ο γκόμενος της Κουλάρας! Αρνούμαι! Του ρίχνει πάνω από δέκα χρόνια και πάνω από 50 κιλά. Δε γίνεται! Δεν υπάρχει Θεός! Με αυτές τις σκέψεις, ο γιατρός μας χαιρετάει και φεύγει. Η Κουλάρα με μια υποψία ζήλειας στη ματιά της μας λέει:

-Είναι ο αδερφός μου! Μένουμε μαζί.

Ο κυρ Γιώργος ακούγεται από το βάθος:
-Και πόσα μπαλονάκια σου έχει βάλει;
-Κανένα.
-Αποκλείεται.
-Κι όμως.
-Μήπως σου έβαλε κανένα μεγάλο;

Κι αυτή η ευλογημένη, δε κλείνει το στόμα της! Αποφασίζω να πάρω τη κατάσταση στα χέρια μου γιατι σε λίγη ώρα πρέπει να φύγω και φοβάμαι το τι θα πει το βρωμόστομα του πατερα μου όταν θα λείπω! Λέει τα αίσχη μπροστά μου, φανταστείτε πίσω μου! Την πλησιάζω λοιπόν την Κουλάρα και της λέω να μην τους απαντάει και να μην τους δίνει καμία σημασία. Εκείνη χαμογελάει και μου ψιθυρίζει συνωμοτικά:

-Αν δεν είχα και όλους αυτούς να επικοινωνώ και να γελάμε λίγο δεν θα περνούσε η ζωή εδώ μέσα.

Τα ήθελε ο κώλος της! Ανοίγει τη τσάντα-περίπτερο, βγάζει μια τεράστια σοκολάτα και αρχίζει να την τρώει! Παίρνω τη τσάντα μου, χαιρετώ το θάλαμο και αποχωρώ. θα επιστρέψω το βράδυ, αλλά δε θα είναι εκεί η Κουλάρα! Καθώς φεύγω ακούω τον κυρ Γιώργο να της λέει:

-Κι η σοκολάτα στα πλαίσια της δίαιτας είναι;

Και οι 3 γέροι χασκογελάνε. Ανησυχώ για την Κουλάρα αλλά αφού ξέρω πως το ευχαριστιέται δεν επιστρέφω να μπινελικώσω τον πατέρα μου που σκέφτεται ήδη τι άλλο να της πει! Ντροπή τους!

ΥΓ1 Το βράδυ που επέστρεψα μου είπαν και οι 3 γέροι πως περασαν τέλεια με τη Κουλάρα! Τους είχε βάλει κάτω και τους τρεις και τους περιποιήθηκε σαν καλή νοσοκόμα! Διόρθωσε ορούς και τις πεταλούδες τους, τους τάισε και λοιπά νοσοκομειακά....μη πάει ο νους σας στο κακό!

11 Φεβρουαρίου 2011