ΣαCουλοφόρος


Σήμερα η μέρα είναι πανέμορφη. Ο ήλιος χαμογελάει πλατιά και τώρα που τον βλέπω σα να έκανε και λεύκανση. Και χτες ο καιρός ήταν σούπερ ουάου. Όμως πέρασε ένα τριήμερο, μη πω τετραήμερο, που ο αέρας μας έπαιρνε και μας σήκωνε και τα μαλλιά μας ανέμιζαν ανάλαφρα σαν διαφήμιση σαμπουάν.

Όταν φυσάει, μου αρέσει να περπατάω στους δρόμους και μάλιστα αγκαλιά ή αγκαζέ με αγαπημένους μου, μα ένας φόβος μόνο με καταβάλλει. Μη φάω καμία γλάστρα στη κεφάλα, πέσω κάτω και πεθάνω χωρίς τους δικούς μου ανθρώπους κοντά μου. Ποτέ δεν καταλάβαινα γιατί πρέπει να βάζουμε γλάστρες στα μπαλκόνια μας και συγκεκριμένα από την έξω πλευρά του μπαλκονιού, προς το δρόμο. Αν αυτή η γλάστρα πέσει σε κάποιο κεφάλι, το έσπασε, κι αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Έχω λοιπόν αυτή την φοβία.

Ωστόσο αυτές τις μέρες που φυσούσε δεν έπαθα κάτι τέτοιο. Είμαι ζωντανή και αυτό είναι η απόδειξη. Αλλά σας μιλάω ειλικρινά, καλύτερα να έπεφτε μια γλάστρα και να με άφηνε σέκος παρά αυτό το ρεζιλίκι που έπαθα. Περπατούσα λοιπόν στο δρόμο και ακουγόταν αυτό το σφύριγμα του αέρα που διαπερνά το είναι σου και προδιαθέτει στιγμές θρίλερ. Κάποιες σακούλες σηκώνονταν στον αέρα και στροβιλίζονταν ψηλά. Γενικά υπήρχε μία αναστάτωση από τον δυνατό άνεμο.

Ώσπου....μία από αυτές τις σακούλες....μετά από ένα τρελό στροβίλισμα και μετά από έναν τρελό χορό στον αέρα, ήρθε και προσγειώθηκε στο κεφάλι μου. Μη γελάτε!!! Έμοιαζα με τον δολοφόνο με τη κάλτσα-κουκούλα αλλά σε πλαστικό, στο κεφάλι μου. Ένιωσα πως χάνω την ανάσα μου διότι η σακούλα μύριζε, σάπια ψάρια με καμμένο καλώδιο και μια ιδέα χώματος.

Δε με πείραξε τόσο που μια τόσο βρώμικη σακούλα βρέθηκε στο δρόμο μου, αλλά που μπόρεσε με τη βοήθεια του ανέμου να γεμίσει όλη με το κεφάλι μου. Αν έβαζες δηλαδή στο λαιμό μου έναν σπάγγο, θα μπορούσες χαλαρά να με σκοτώσεις από ασφυξία. Κουλό; Κουλό!!!

Μα ποιοι πετάνε σακούλες στους δρόμους; Γιατί απ' όλη την πρωτεύουσα η συγκεκριμένη σακούλα ήρθε και πάρκαρε μέσα στη μούρη μου; Ποιος με έχει μουτζώσει; Ερωτήματα αναπάντητα που θα με ακολουθούν ως τον τάφο μου!

Δυο αυτοκίνητα που πέρασαν, γέλασαν με την αμφίεση μου. Τους έφτιαξα τη μέρα. Είχαν περάσει οι Απόκριες και η ηλικία μου δε δικαιολογούσε τη σακούλα στο μαλλί για να μη μου το πάρει ο αέρας και αλλοιωθεί η μπούκλα που δεν έχω. Μάζεψα όλες τις δυνάμεις μου και την αξιοπρέπειά μου, έβγαλα τη σακούλα από τη μούρη μου και συνέχισα το δρόμο μου, δήθεν ανέμελη.

15 Μαρτίου 2011