CoυλοΠαραμύθια

Ένα χριστουγεννιάτικο παραμύθι από την Cοula Cou


Το μελομακαρονάκι του Νικόλα
Η Αλευρίτσα στεκόταν στο ράφι του σούπερ μάρκετ γεμάτη αγωνία. Κάθε χρόνο παρακαλούσε τον Αι Βασίλη να την πάρει στο ζεστό της σπίτι μια χαρούμενη οικογένεια με παιδιά. Εκείνο το πρωί οι προσευχές της εισακούστηκαν και η Νικολίτσα έφτασε χαρούμενη στο ράφι με τα αλεύρια. Η Αλευρίτσα άρχισε να χαμογελάει και να ταρακουνάει το κενό αέρος που υπήρχε στο σακουλάκι της, επειδή ο μικρός Νικόλας της χαμογέλασε από το καρότσι του, κι αμέσως σκέφτηκε: «Αυτό το ξανθό αγοράκι σίγουρα θα παίξει πολύ ωραία με τα παιδάκια μου κι αν τα φάει χαλάλι του».
Η Νικολίτσα έβαλε την Αλευρίτσα στο καλάθι της και πήγαν όλοι μαζί στο σπίτι. Εκεί ο μικρός Νικόλας κάθισε στο καθισματάκι του παρακολουθώντας τη μαμά του να ετοιμάζει το πάγκο για να φτιάξουν γλυκά. Η Αλευρίτσα ένιωθε απόλυτη ευτυχία. Θα ολοκληρωνόταν η ευχή της καθώς θα έρχονταν στο κόσμο τα παιδιά της, τα μελομακάρονα. Ποια Αλευρίτσα δε θα ήθελε να προοριζόταν για μελομακάρονα τέτοιες μέρες, που όλα ήταν στολισμένα και τα παιδιά χαμογελούσαν πλατιά;
Έτσι άφησε τους κόκκους της να αναμειχθούν με άλλα υλικά και φούσκωσε από περηφάνια όταν είδε πως η Νικολίτσα ήξερε καλά τη συνταγή και έφτιαξε τη πιο ωραία και γευστική ζύμη. Τι χαρά, ένα ένα τα παιδιά της Αλευρίτσας γεννιόνταν. Άλλα ήταν μακρόστενα και μεγάλα, άλλα μέτρια και χοντρούλικα, όλα όμως πανέμορφα. Κι εκείνος ο Νικόλας από το καθισματάκι του έφτιαξε το πιο γλυκό το πιο όμορφο και το πιο μικρό παιδάκι της Αλευρίτσας, το μελομακαρονάκι.
Η Νικολίτσα έψησε τα μελομακάρονα, τα μέλωσε και τους έβαλε μπόλικο καρύδι πάνω. Μια ωραία πιατέλα με ζουμερά γλυκά θα κοσμούσε το τραπεζάκι της σάλας. Η Αλευρίτσα ευχαρίστησε τον Αι Βασίλη για το μεγαλύτερο δώρο που της έκανε και χαμογελώντας στα μελομακάρονά της, είπε: «Μετά τις γιορτές θα σας συναντήσω και πάλι και θα σας αγκαλιάσω, να φροντίσετε να γλυκάνετε τους ανθρώπους γιατί αυτός είναι ο στόχος μας.» Κι έφυγε χαμογελαστή και ευτυχισμένη.
Το μελομακαρονάκι, ήταν βαλμένο σε τέτοια θέση που τις γιορτινές μέρες έβλεπε τον μικρό Νικόλα να χαίρεται παίζοντας με τα παιχνίδια του, να κοιτάει το στολισμένο και φωτισμένο δέντρο και να χαμογελάει στη μαμά του. Επειδή εκείνο ήταν το πιο μικρό η Νικολίτσα το είχε τοποθετήσει πάνω πάνω και ο Νικόλας το κοιτούσε και γελούσε. Τις νύχτες εκείνο κατέβαινε από τη πιατέλα και παίζανε για ώρες.
Ώσπου κάποια μέρα ένας επισκέπτης του ζεστού σπιτιού πλησίασε τη πιατέλα και πήρε στα χέρια του το μελομακαρονάκι. «Αχ, σκέφτηκε εκείνο, αυτό ήταν; Ήρθε η ώρα να γλυκάνω έναν άνθρωπο; Μα δε πρόλαβα να παίξω και πολύ με τον μικρό Νικόλα. Δε πειράζει, αρκεί που τον γνώρισα και με έπλασε.» Τις σκέψεις του διέκοψε μια απότομη πτώση. Ο επισκέπτης άφησε το μελομακαρονάκι στην άκρη της πιατέλας και πήρε ένα από τα αδέρφια του που ήταν πιο στρουμπουλό και πιο μεγάλο. Το ίδιο συνέβη πολλές φορές μέσα στις γιορτές.
Το μελομακαρονάκι χάρηκε που δεν θα έχανε ακόμη τον μικρό του. Τις νύχτες παίζανε χωρίς σταμάτημα και το πρωί έπαιρνε και πάλι τη θέση του στη πιατέλα. Μάλιστα είχε ακούσει τον φίλο του να λέει στη Νικολίτσα «Μαμά, δε θέλω κανείς να φάει το μελομακαρονάκι μου». Η Νικολίτσα τον διαβεβαίωνε πως δεν θα το έτρωγε κανείς γιατί ήταν μικρό και ασχημούλικο έτσι ο Νικόλας ήταν ανακουφισμένος, το ίδιο και το μελομακαρονάκι. Κάπως έτσι πέρασαν οι μέρες των Χριστουγέννων.
Πολλά από τα μελομακάρονα γλύκαναν τους ανθρώπους και η πιατέλα σχεδόν άδειαζε. Το μελομακαρονάκι στεναχωριόταν που ερχόταν και η ώρα του να γλυκάνει κάποιον, γιατί είχε αγαπήσει πολύ τον μικρό Νικόλα. Όμως ήξερε πως η μαμά του το περίμενε και θα το έκλεινε και πάλι στην αγκαλιά της, κι αυτό του έδιωχνε τη μελαγχολία.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς άκουσε τα κάλαντα και πολλά αδερφάκια του, γλύκαναν τις φωνές των παιδιών που μπαινόβγαιναν στο σπίτι. Αναρωτήθηκε μήπως τελικά ήταν τόσο άσχημο που κανείς δε το διάλεγε για να γλυκαθεί. Ο μικρός Νικόλας το καθησύχασε πως δεν θα το έτρωγε κανείς όχι γιατί δεν ήταν νόστιμο, αλλά γιατί το φύλαγε εκείνος για να μπορούν να παίζουν.
Την ίδια νύχτα, όταν ο Αι Βασίλης έφερε τα δώρα του Νικόλα, πλησίασε τη πιατέλα και ετοιμάστηκε να φάει το μελομακαρονάκι. Τότε ο Νικόλας έτρεξε στο σαλόνι και παρακάλεσε με δάκρυα στα μάτια τον άγιο να μην φάει τον φίλο του, αλλά κάποιο από τα άλλα μελομακάρονα. Ο Αι Βασίλης κάθισε στον καναπέ και πήρε στην αγκαλιά του τον μικρό Νικόλα και το μελομακαρονάκι του. Τους εξήγησε πως αν κάποιος δε γλυκαινόταν από το μελομακαρονάκι, αυτό θα αρρώσταινε και θα πέθαινε, κι έτσι ποτέ δεν θα έβλεπε ξανά τη μαμά του και δεν θα γλύκαινε ποτέ κανέναν άνθρωπο.
Οι δυο φίλοι κοιτάχτηκαν με φόβο κι όταν ο Αι Βασίλης έφυγε, ετοίμασαν ένα σχέδιο. Τη τελευταία ημέρα των γιορτών ο μικρός Νικόλας θα έτρωγε το μελομακαρονάκι για να πάει κι εκείνο στη μαμά του, αλλά ως τότε δε θα το άγγιζε κανείς για να μπορούν να παίζουν. Ήξερε πως η μαμά του δεν τον άφηνε να φάει τόση ζάχαρη αλλά θα το έκανε κρυφά για το καλό του φίλου του. Συνέχιζαν να παίζουν μαζί μέχρι που τέλειωσαν οι γιορτές, άδειασε όλη η πιατέλα και το όμορφο δέντρο ήταν έτοιμο να ξεστολιστεί. Το μελομακαρονάκι έβαλε τα κλάματα και ζήτησε από τον Νικόλα επιτέλους να το γευτεί για να μπορέσει να πάει στη μαμά του.
Τότε αποφασισμένος ο Νικόλας μετά από πολλές ώρες ξέπνοου παιχνιδιού με τον φίλο του, έφαγε το πρώτο μελομακάρονο της ζωής του. Το πρώτο και το πιο νόστιμο ενώ λίγο πιο πριν ανανέωσαν το ραντεβού τους για τα επόμενα Χριστούγεννα. Η Αλευρίτσα αγκάλιασε το μελομακαρονάκι ενώ ο Αι Βασίλης λίγο πριν ανέβει στο έλκηθρο του της έκλεισε πονηρά το μάτι…
15 Δεκεμβρίου 2010